[1] 1 Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Δαυίδ, υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ. 2 Ὁ Ἀβραὰμ γέννησε τὸν Ἰσαάκ, ὁ δὲ Ἰσαὰκ γέννησε τὸν Ἰακώβ, ὁ δὲ Ἰακὼβ γέννησε τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἀδερφούς του, 3 ὁ δὲ Ἰούδας γέννησε τὸ Φάρες καὶ τὸ Ζάρα ἐκ τῆς Θαμάρ, ὁ δὲ Φάρες γέννησε τὸν Ἑσρώμ, ὁ δὲ Ἑσρὼμ γέννησε τὸν Ἀράμ, 4 ὁ δὲ Ἀρὰμ γέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ δὲ Ἀμιναδὰβ γέννησε τὸ Ναασσών, ὁ δὲ Ναασσὼν γέννησε τὸ Σαλμών, 5 ὁ δὲ Σαλμὼν γέννησε τὸ Βόες ἐκ τῆς Ῥαχάβ, ὁ δὲ Βόες γέννησε τὸν Ἰωβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, ὁ δὲ Ἰωβήδ γέννησε τὸν Ἰεσσαί, 6 ὁ δὲ Ἰεσσαὶ γέννησε τὸ Δαυὶδ τὸ βασιλέα. Ὁ δὲ Δαυὶδ γέννησε τὸ Σολομῶνα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, 7 ὁ δὲ Σολομὼν γέννησε τὸ Ῥοβοάμ, ὁ δὲ Ῥοβοὰμ γέννησε τὸν Ἀβιά, ὁ δὲ Ἀβιὰ γέννησε τὸν Ἀσάφ, 8 ὁ δὲ Ἀσὰφ γέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ δὲ Ἰωσαφὰτ γέννησε τὸν Ἰωράμ, ὁ δὲ Ἰωρὰμ γέννησε τὸν Ὀζία, 9 ὁ δὲ Ὀζίας γέννησε τὸν Ἰωαθάμ, ὁ δὲ Ἰωαθὰμ γέννησε τὸν Ἀχάζ, ὁ δὲ Ἀχὰζ γέννησε τὸν Ἑζεκία, 10 ὁ δὲ Ἑζεκίας γέννησε τὸ Μανασσῆ, ὁ δὲ Μανασσῆς γέννησε τὸν Ἀμώς, ὁ δὲ Ἀμὼς γέννησε τὸν Ἰωσία, 11 ὁ δὲ Ἰωσίας γέννησε τὸν Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀδερφούς του ἐπὶ τὴ μεταβίβαση τῶν αἰχμαλώτων στὴ Βαβυλῶνα. 12 Μετὰ δὲ τὴ μεταβίβαση τῶν αἰχμαλώτων στὴ Βαβυλῶνα ὁ Ἰεχονίας γέννησε τὸ Σαλαθιήλ, ὁ δὲ Σαλαθιὴλ γέννησε τὸ Ζοροβαβέλ, 13 ὁ δὲ Ζοροβαβέλ γέννησε τὸν Ἀβιούδ, ὁ δὲ Ἀβιοὺδ γέννησε τὸν Ἐλιακίμ, ὁ δὲ Ἐλιακὶμ γέννησε τὸν Ἀζώρ, 14 ὁ δὲ Ἀζὼρ γέννησε τὸ Σαδώκ, ὁ δὲ Σαδὼκ γέννησε τὸν Ἀχίμ, ὁ δὲ Ἀχὶμ γέννησε τὸν Ἐλιούδ, 15 ὁ δὲ Ἐλιοὺδ γέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, ὁ δὲ Ἐλεάζαρ γέννησε τὸ Ματθάν, ὁ δὲ Ματθὰν γέννησε τὸν Ἰακώβ, 16 ὁ δὲ Ἰακὼβ γέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας, ἐκ τῆς ὁποίας γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. 17 Ὅλες λοιπὸν οἱ γενεὲς ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυὶδ εἶναι γενεὲς δεκατέσσερις, καὶ ἀπὸ Δαυὶδ ἕως τὴ μεταβίβαση τῶν αἰχμαλώτων στὴ Βαβυλῶνα εἶναι γενεὲς δεκατέσσερις, καὶ ἀπὸ τὴ μεταβίβαση τῶν αἰχμαλώτων στὴ Βαβυλῶνα ἕως τοῦ Χριστοῦ εἶναι γενεὲς δεκατέσσερις.
18 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γένεση ἔγινε ἔτσι: ἀφοῦ ἀρραβωνιάστηκε ἡ μητέρα του ἡ Μαρία τὸν Ἰωσήφ, πρὶν νὰ συνέλθουν βρέθηκε κυοφοροῦσα ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. 19 Ὁ Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἄνδρας της, δίκαιος ὤν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν νὰ διαπομπέψει, βουλήθηκε κρυφὰ νὰ τὴν ἀφήσει. 20 Καθὼς θυμόταν τοῦτα, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου σὲ ὄνειρο φάνηκε σ᾿ αὐτὸν λέγων: «Ἰωσήφ, υἱὲ τοῦ Δαυίδ, μὴ φοβηθεῖς νὰ παραλάβεις τὴ Μαρία τὴ γυναῖκά σου· διότι αὐτὸ ποὺ θὰ γεννήσει εἶναι ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. 21 Θὰ γεννήσει δὲ υἱό, καὶ θὰ ἀποκαλέσεις τὸ ὄνομά του Ἰησοῦ· διότι αὐτὸς θὰ σώσει τὸ λαό του ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν τους». 22 Τοῦτο δὲ ὅλο ἔχει γίνει γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος: 23 <ἰδοὺ ἡ παρθένος θὰ κυοφορήσει καὶ θὰ γεννήσει υἱό, καὶ θὰ ἀποκαλέσουν τὸ ὄνομά του Ἐμμανουήλ>, τὸ ὁποῖο σημαίνει: “ὁ Θεός εἶναι μαζί μας”. 24 Ἐγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔκανε καθὼς προσέταξε σ᾿ αὐτὸν ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴ γυναῖκά του, 25 καὶ δὲν τὴ γνώριζε ἕως ὅτου γέννησε υἱό· καὶ ἀποκάλεσε τὸ ὄνομά του Ἰησοῦ.
[2] 1 Ἀφοῦ γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴ Βηθλέεμ τῆς Ἰουδαίας στὶς ἡμέρες τοῦ Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν ἐμφανίστηκαν στὰ Ἰεροσόλυμα 2 λέγοντες: «ποῦ εἶναι ὁ γεννηθεὶς βασιλέας τῶν Ἰουδαίων; διότι εἴδαμε τὸ ἄστρο του στὴν ἀνατολὴ καὶ ἤρθαμε νὰ τὸν προσκυνήσουμε». 3 Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλέας Ἡρῴδης ταράχθηκε καὶ ὅλα τὰ Ἰεροσόλυμα μ᾿ αὐτόν, 4 καὶ συγκεντρώσας ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ διευκρινίζετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννιέται. 5 Οἱ δὲ εἶπαν σ᾿ αὐτόν: «στὴ Βηθλέεμ τῆς Ἰουδαίας»· διότι ἔτσι ἔχει γραφθεῖ διὰ τοῦ προφήτου: 6 <καὶ ἐσὺ Βηθλέεμ, γῆ τοῦ Ἰούδα, καθόλου ἐλαχίστη δὲν εἶσαι μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων τοῦ Ἰούδα· διότι ἀπὸ σένα θὰ ἐξέλθει ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνει τὸ λαό μου τὸν Ἰσραήλ>. 7 Τότε ὁ Ἡρῴδης κρυφὰ καλέσας τοὺς μάγους ἐξακρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν καιρὸ ποὺ φάνηκε τὸ ἄστρο, 8 καὶ πέμψας αὐτοὺς στὴ Βηθλέεμ εἶπε: «πορευθέντες ἐξετάσετε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδιοῦ· μόλις δὲ βρεῖτε, ἀπαγγείλετέ μου, ὅπως καὶ ἐγὼ ἐλθὼν νὰ τὸν προσκυνήσω». 9 Οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως πορεύτηκαν, καὶ ἰδοὺ τὸ ἄστρο, τὸ ὁποῖο εἶδαν στὴν ἀνατολή, τοὺς ὁδηγοῦσε, ἕως ἐλθὼν στάθηκε ἐπάνω ὅπου ἦταν τὸ παιδί. 10 Ἰδόντες δὲ τὸ ἄστρο χάρηκαν μὲ χαρὰ μεγάλη σφόδρα. 11 Καὶ ἐλθόντες στὴν οἰκία εἶδαν τὸ παιδὶ μὲ τὴ Μαρία τὴ μητέρα του, καὶ πεσόντες τὸν προσκύνησαν καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυρούς τους προσέφεραν σ᾿ αὐτὸν δῶρα, χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. 12 Καὶ πληροφορηθέντες σὲ ὄνειρο νὰ μὴν ἀνακάμψουν πρὸς Ἡρῴδη, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀναχώρησαν γιὰ τὴ χώρα τους. 13 Ἀφοῦ δὲ ἀναχώρησαν, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ λέγων: «ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ φεῦγε γιὰ Αἴγυπτο, καὶ κάτσε ἐκεῖ ἕως νὰ σοῦ πῶ· διότι μέλλει ὁ Ἡρῴδης νὰ ζητάει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ θανατώσει». 14 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του τὴ νύκτα, καὶ ἀναχώρησε γιὰ Αἴγυπτο, 15 καὶ ἦταν ἐκεῖ ἕως τοῦ θανάτου τοῦ Ἡρῴδου· γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος: <ἐξ Αἰγύπτου κάλεσα τὸν Υἱό μου>. 16 Τότε ὁ Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐμπαίχτηκε ὑπὸ τῶν μάγων, θύμωσε πολύ, καὶ ἀποστείλας θανάτωσε ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σύνορά της ἀπὸ διετοῦς καὶ κάτω, κατὰ τὸν καιρὸ τὸν ὁποῖο ἐξακρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. 17 Τότε ἐκπληρώθηκε τὸ λεχθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος: 18 <φωνὴ στὴ Ῥαμὰ ἀκούστηκε, κλάμα καὶ ὀδύνη πολλή· ἡ Ῥαχὴλ κλαίει τὰ τέκνα της, καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθεῖ, διότι δὲν ὑπάρχουν>. 19 Ἀφοῦ πέθανε δὲ ὁ Ἡρῴδης, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο, 20 λέγων: «ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πορεύου γιὰ τὴ γῆ Ἰσραήλ· διότι ἔχουν πεθάνει οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ». 21 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ εἰσῆλθε στὴ γῆ Ἰσραήλ. 22 Ἀκούσας δὲ ὅτι ὁ Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρός του Ἡρῴδου, φοβήθηκε ἐκεῖ νὰ ἀπέλθει· πληροφορηθεὶς δὲ σὲ ὄνειρο ἀναχώρησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατοίκησε σὲ πόλη λεγομένη Ναζαρέτ· ὅπως νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν διὰ τῶν προφητῶν, ὅτι: <Ναζωραῖος θὰ ἀποκληθεῖ>.
[3] 1 Τὶς δὲ ἡμέρες ἐκεῖνες ἐμφανίζεται ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύττων στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας 2 καὶ λέγων: «μετανοεῖτε· διότι πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». 3 Διότι τοῦτος εἶναι ὁ λεχθεὶς διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος: <φωνὴ βοῶντος στὴν ἔρημο· ἑτοιμάσετε τὴν ὁδὸ Κυρίου, εὐθεῖς κάμνετε τοὺς δρόμους του>. 4 Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχε τὸ ἔνδυμά του ἀπὸ τριχῶν καμήλας καὶ ζώνη δερμάτινη γύρῳ ἀπὸ τὴ μέση του, ἡ δὲ τροφή του ἦταν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο. 5 Τότε ἐκπορευόταν πρὸς αὐτὸν τὰ Ἰεροσόλυμα καὶ ὅλη ἡ Ἰουδαία καὶ ὅλη ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου, 6 καὶ βαπτίζονταν στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες τους. 7 Ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμά του, εἶπε σ᾿ αὐτούς: «γεννήματα ὀχιᾶς, ποιός σᾶς ὑπέδειξε νὰ ἐκφύγετε ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; 8 κάνετε λοιπὸν καρπὸ ἄξιο τῆς μετανοίας, 9 καὶ μὴ σκέφτεστε νὰ λέτε μεταξύ σας: “πατέρα ἔχουμε τὸν Ἀβραάμ”. Διότι σᾶς λέω ὅτι μπορεῖ ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων νὰ ἐγείρει τέκνα στὸν Ἀβραάμ. 10 Ἤδη δὲ τὸ τσεκούρι πρὸς τὴ ῥίζα τῶν δένδρων εἶναι· κάθε λοιπὸν δένδρο μὴ κάμνον καρπὸ καλὸ κόβεται καὶ στὴ φωτιὰ ῥίπτεται. 11 Ἐγὼ μὲν ἐσᾶς βαπτίζω σὲ νερὸ εἰς μετάνοια, ὁ δὲ πίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου εἶναι, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα νὰ βαστάξω· αὐτὸς ἐσᾶς θὰ βαπτίσει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ Φωτιά· 12 τοῦ ὁποίου τὸ πτυάρι εἶναι στὸ χέρι του καὶ θὰ καθαρίσει τὸ ἁλώνι του καὶ θὰ συνάξει τὸ σῖτό του στὴν ἀποθήκη, τὸ δὲ ἄχυρο θὰ κατακάψει σὲ φωτιὰ ἄσβεστη». 13 Τότε ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνη πρὸς τὸν Ἰωάννη γιὰ νὰ βαπτιστεῖ ὑπ᾿ αὐτοῦ. 14 Ὁ δὲ Ἰωάννης παρεμπόδιζε αὐτὸν λέγων: «ἐγὼ ἀνάγκη ἔχω ἀπὸ σένα νὰ βαπτιστῶ, καὶ ἐσὺ ἔρχεσαι πρὸς ἐμένα»; 15 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν: «ἄσε τώρα, διότι ἔτσι πρέπον εἶναι σὲ μᾶς νὰ ἐκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη». Τότε ἀφήνει αὐτόν. 16 Βαπτισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τοῦ νεροῦ· καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν σ᾿ αὐτὸν οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνει σὰν περιστέρι καὶ ἐρχόμενο ἐπ᾿ αὐτόν· 17 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα: «τοῦτος εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, μὲ τὸν ὁποῖο εὐδόκησα».
[4] 1 Τότε ὁ Ἰησοῦς φέρθηκε στὴν ἔρημο ὑπὸ τοῦ Πνεύματος νὰ δοκιμαστεῖ ὑπὸ τοῦ διαβόλου. 2 Καὶ νηστεύσας ἡμέρες σαράντα καὶ νύκτες σαράντα, ὕστερα πείνασε. 3 Καὶ προσελθὼν ὁ πειράζων εἶπε σ᾿ αὐτόν: «ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πὲς οἱ λίθοι τοῦτοι νὰ γίνουν ἄρτοι». 4 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «ἔχει γραφθεῖ: <δὲν θὰ ζήσει μὲ ἄρτο μόνο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο ἐκπορευόμενο διὰ στόματος Θεοῦ>». 5 Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος στὴν ἁγία πόλη καὶ τὸν ἔστησε ἐπὶ τὸ πτερύγιο τοῦ ἱεροῦ, 6 καὶ λέει σ᾿ αὐτόν: «ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ῥίψε τὸν ἑαυτό σου κάτω· διότι ἔχει γραφθεῖ, ὅτι: <στοὺς ἀγγέλους του θὰ διατάξει γιὰ σένα καὶ ἐπὶ χεριῶν θὰ σὲ σηκώσουν, μήποτε προσκρούσεις πρὸς λίθο τὸ πόδι σου>». 7 Εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «πάλι ἔχει γραφθεῖ: <δὲν θὰ δοκιμάσεις τὸν Κύριο τὸ Θεό σου>». 8 Πάλι παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος σὲ ὄρος πολὺ ὑψηλὸ καὶ δείχνει σ᾿ αὐτὸν ὅλες τὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου καὶ τὴ δόξα τους, 9 καὶ εἶπε σ᾿ αὐτόν: «τοῦτα ὅλα θὰ σοῦ δώσω, ἐὰν πεσὼν μὲ προσκυνήσεις». 10 Τότε λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «φύγε, σατανᾶ· διότι ἔχει γραφθεῖ: <Κύριο τὸ Θεό σου θὰ προσκυνήσεις καὶ αὐτὸν μόνο θὰ λατρέψεις>». 11 Τότε ἀφήνει αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι προσῆλθαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν. 12 Ἀκούσας δὲ ὅτι ὁ Ἰωάννης παραδόθηκε, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Γαλιλαία. 13 Καὶ ἀφήσας τὴ Ναζαρὰ ἐλθὼν κατοίκησε στὴν Καφαρναοὺμ τὴν παραθαλασσία, στὰ σύνορα Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλίμ· 14 γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος: 15 <γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλίμ, ὁδὸ θαλάσσης, πέρα τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, 16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος στὸ σκότος, φῶς εἶδε μέγα, καὶ στοὺς καθημένους σὲ τόπο καὶ σκιὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλε σ᾿ αὐτούς>. 17 Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττει καὶ νὰ λέει: «μετανοεῖτε· διότι πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». 18 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδερφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενο Πέτρο καὶ Ἀνδρέα τὸν ἀδερφό του, ῥίπτοντες δίκτυ στὴ θάλασσα· διότι ἦταν ἁλιεῖς. 19 Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ἐλᾶτε πίσω μου, καὶ θὰ κάνω ἐσᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». 20 Οἱ δὲ ἀμέσως ἀφήσαντες τὰ δίκτυα τὸν ἀκολούθησαν. 21 Καὶ προχωρήσας ἀπὸ ἐκεῖ εἶδε ἄλλους δύο ἀδερφούς, Ἰάκωβο τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννη τὸν ἀδερφό του, στὸ πλοῖο μὲ τὸ Ζεβεδαῖο τὸν πατέρα τους, καταρτίζοντες τὰ δίκτυα τους, καὶ τοὺς κάλεσε. 22 Οἱ δὲ ἀμέσως ἀφήσαντες τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα τους τὸν ἀκολούθησαν. 23 Καὶ περιερχόταν σ᾿ ὅλη τὴ Γαλιλαία διδάσκων στὶς συναγωγές τους καὶ κηρύττων τὸ εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων κάθε νόσο καὶ κάθε πάθηση στὸ λαό. 24 Καὶ ἀπῆλθε ἡ ἀκοή του σ᾿ ὅλη τὴ Συρία· καὶ προσέφεραν σ᾿ αὐτὸν ὅλους τοὺς πάσχοντες μὲ ποικίλες νόσους καὶ μὲ βάσανα ὑποφέροντες καὶ δαιμονιζομένους καὶ ἐπιληπτικοὺς καὶ παραλύτους, καὶ τοὺς θεράπευσε. 25 Καὶ τὸν ἀκολούθησαν ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ Ἰεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέρα τοῦ Ἰορδάνου.
[5] 1 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβηκε στὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του· 2 καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα του τοὺς δίδασκε λέγων: 3 «μακάριοι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, διότι αὐτῶν εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 4 Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, διότι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν. 5 Μακάριοι οἱ πρᾶοι, διότι αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ. 6 Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴ δικαιοσύνη, διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν. 7 Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν. 8 Μακάριοι οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά, διότι αὐτοὶ τὸ Θεὸ θὰ δοῦν. 9 Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, διότι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ θὰ ἀποκληθοῦν. 10 Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, διότι αὐτῶν εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 11 Μακάριοι εἶστε ὅταν σᾶς ὀνειδίσουν καὶ διώξουν καὶ ποῦν κάθε κακὸ ἐναντίον σας ψευδόμενοι, ἕνεκέν μου. 12 Χαίρετε καὶ ἀγαλλιάζετε, διότι ὁ μισθός σας εἶναι πολὺς στοὺς οὐρανούς· διότι ἔτσι δίωξαν τοὺς προφήτες τοὺς πρὸ ἐσᾶς. 13 Ἐσεῖς εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἁλάτι διαφθαρεῖ, μὲ τί θὰ ἁλατιστεῖ; σὲ τίποτα δὲν εἶναι χρήσιμο πλέον παρὰ μόνο νὰ ῥιφθεῖ ἔξω καὶ νὰ καταπατεῖται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. 14 Ἐσεῖς εἶστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Δὲν γίνεται πόλη νὰ κρυφθεῖ ποὺ εἶναι ἐπάνω σε ὄρος· 15 οὔτε καῖνε λύχνο καὶ θέτουν αὐτὸν ὑπὸ τὸ μόδι ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνία, καὶ λάμπει σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν οἰκία. 16 Ἔτσι νὰ λάμψει τὸ φῶς σας ἐμπρὸς τῶν ἀνθρώπων, ὅπως νὰ δοῦν ἐσᾶς τὰ καλὰ ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. 17 Μὴ νομίσετε ὅτι ἦρθα νὰ καταλύσω τὸ νόμο ἢ τοὺς προφῆτες· δὲν ἦρθα νὰ καταλύσω ἀλλὰ νὰ ἐκπληρώσω. 18 Διότι ἀληθῶς σᾶς λέω· ἕως νὰ παρέλθει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἕνα ἢ μία κεραία δὲν θὰ παρέλθει ἀπὸ τοῦ νόμου, ἕως ὅλα νὰ γίνουν. 19 Ὅποιος λοιπὸν καταργήσει μία τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξει ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος θὰ ἀποκληθεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· ὅποιος δὲ πράξει καὶ διδάξει, τοῦτος μέγας θὰ ἀποκληθεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 20 Διότι σᾶς λέω ὅτι ἐὰν δὲν περισσέψει ἐσᾶς ἡ δικαιοσύνη πλιότερο τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 21 Ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε στοὺς ἀρχαίους: <μὴ φονεύσεις>· ὅποιος δὲ φονεύσει, ἔνοχος θὰ εἶναι στὴν κρίση. 22 Ἐγὼ σᾶς λέω δὲ ὅτι καθένας ὁ ὀργιζόμενος μὲ τὸν ἀδερφό του, ἔνοχος θὰ εἶναι στὴν κρίση· ὅποιος πεῖ δὲ στὸν ἀδερφό του, “ῥακά”, ἔνοχος θὰ εἶναι στὸ συνέδριο· ὅποιος πεῖ δέ, “μωρέ”, ἔνοχος θὰ εἶναι γιὰ τὴ γέεννα τῆς φωτιᾶς. 23 Ἐὰν λοιπὸν προσφέρεις τὸ δῶρό σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδερφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, 24 ἄσε ἐκεῖ τὸ δῶρό σου ἐμπρὸς τοῦ θυσιαστηρίου καὶ πήγαινε πρῶτα συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδερφό σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρό σου. 25 Νὰ εἶσαι εὐνοῶν στὸν ἀντίδικό σου γρήγορα, ἕως ὅτου εἶσαι μ᾿ αὐτὸν στὴν ὁδό, μήποτε σὲ παραδώσει ὁ ἀντίδικος στὸν κριτὴ καὶ ὁ κριτὴς στὸν ὑπηρέτη καὶ στὴ φυλακὴ μπεῖς· 26 ἀληθῶς σοῦ λέω, δὲν θὰ ἐξέλθεις ἀπὸ ἐκεῖ, ἕως νὰ ἀποδώσεις τὴν τελευταῖα δεκάρα. 27 Ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε: <μὴ μοιχεύσεις>. 28 Ἐγὼ σᾶς λέω δὲ ὅτι καθένας ὁ βλέπων γυναῖκα ὥστε νὰ τὴν ἐπιθυμήσει ἤδη τὴ μοίχευσε στὴν καρδιά του. 29 Ἂν δὲ τὸ μάτι σου τὸ δεξὶ σὲ σκανδαλίζει, βγάλε το καὶ πέτα το ἀπὸ σένα· διότι σὲ συμφέρει ὥστε νὰ χαθεῖ ἕνα τῶν μελῶν σου καὶ ὄχι ὅλο τὸ σῶμά σου νὰ ῥιφθεῖ στὴ γέεννα. 30 Καὶ ἂν τὸ δεξί σου χέρι σὲ σκανδαλίζει, κόψε το και πέτα το ἀπὸ σένα· διότι σὲ συμφέρει ὥστε νὰ χαθεῖ ἕνα τῶν μελῶν σου καὶ ὄχι ὅλο τὸ σῶμά σου στὴ γέεννα νὰ ἀπέλθει. 31 Εἰπώθηκε δέ: <ὅποιος χωρίσει τὴ γυναῖκά του, νὰ δώσει σ᾿ αὐτὴν διαζύγιο>. 32 Ἐγὼ σᾶς λέω δὲ ὅτι καθένας ὁ χωρίζων τὴ γυναῖκά του χωρὶς λόγου πορνείας κάνει αὐτὴν νὰ μοιχευθεῖ, καὶ ὅποιος χωρισμένη νυμφευθεῖ, μοιχεύεται. 33 Πάλι ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε στοὺς ἀρχαίους: <μὴν ἐπιορκήσεις, θὰ ἀποδώσεις δὲ στὸν Κύριο τοὺς ὅρκους σου>. 34 Ἐγὼ σᾶς λέω δὲ νὰ μὴν ὁρκιστεῖτε καθόλου· οὔτε στὸν οὐρανό, διότι θρόνος εἶναι τοῦ Θεοῦ, 35 οὔτε στὴ γῆ, διότι ὑποπόδιο εἶναι τῶν ποδιῶν του, οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα, διότι πόλη εἶναι τοῦ μεγάλου βασιλέως, 36 οὔτε στὸ κεφάλι σου νὰ ὁρκιστεῖς, διότι δὲν μπορεῖς μία τρίχα λευκὴ νὰ κάνεις ἢ μελαχρινή. 37 Νὰ εἶναι δὲ ὁ λόγος σας ναί, ναί· ὄχι, ὄχι· τὸ δὲ περίσσιο τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ εἶναι. 38 Ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε: <μάτι ἀντὶ ματιοῦ καὶ δόντι ἀντὶ δοντιοῦ>. 39 Ἐγὼ σᾶς λέω δὲ νὰ μὴν ἀντισταθεῖτε στὸν κακό· ἀλλ᾿ ὅποιος σὲ χτυπάει στὸ δεξί σου μάγουλο, στρέψε σ᾿ αὐτὸν καὶ τὸ ἄλλο· 40 καὶ στὸν θέλοντα μὲ σένα νὰ κριθεῖ καὶ τὸ χιτῶνά σου νὰ λάβει, ἄσε σ᾿ αὐτὸν καὶ τὸ ἱμάτιο· 41 καὶ ὅποιος σὲ ἀγγαρεύσει μίλι ἕνα, πήγαινε μ᾿ αὐτὸν δύο. 42 Στὸν αἰτοῦντά σου δῶσε, καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σένα νὰ δανειστεῖ μὴν ἀποστραφεῖς. 43 Ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε: <θὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ θὰ μισήσεις τὸν ἐχθρό σου>. 44 Ἐγὼ σᾶς λέω δέ, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ προσεύχεστε ὑπὲρ τῶν διωκόντων σας, 45 ὅπως νὰ γίνετε υἱοὶ τοῦ Πατρός σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς, διότι τὸν ἥλιο του ἀνατέλλει ἐπὶ κακοὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. 46 Διότι ἐὰν ἀγαπήσετε τοὺς ἀγαπῶντές σας, ποιόν μισθὸ ἔχετε; καὶ οἱ τελῶνες τὸ ἴδιο δὲν κάνουν; 47 καὶ ἐὰν ἀσπαστεῖτε τοὺς ἀδερφούς σας μόνο, τί περίσσιο κάνετε; καὶ οἱ ἐθνικοὶ τὸ ἴδιο δὲν κάνουν; 48 θὰ εἶστε λοιπὸν ἐσεῖς τέλειοι ὅπως ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τέλειος εἶναι.
[6] 1 Προσέχετε δὲ τὴ δικαιοσύνη σας νὰ μὴν κάμνετε ἐμπρὸς τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ φανεῖ σ᾿ αὐτούς· εἰδάλλως, μισθὸ δὲν θὰ ἔχετε στὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. 2 Ὅταν λοιπὸν κάμνεις ἐλεημοσύνη, μὴ σαλπίσεις ἐμπρός σου, ὅπως οἱ ὑποκριτὲς κάνουν στὶς συναγωγὲς καὶ στὶς ὁδούς, ὅπως νὰ δοξαστοῦν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀληθῶς σᾶς λέω, λαμβάνουν τὸ μισθό τους. 3 Ἐσένα δὲ κάμνοντος ἐλεημοσύνη νὰ μὴ γνωρίζει τὸ ἀριστερό σου τὶ κάνει τὸ δεξί σου, 4 ὅπως νὰ εἶναι ἐσένα ἡ ἐλεημοσύνη στὸ κρυπτό· καὶ ὁ Πατέρας σου ὁ βλέπων στὸ κρυπτὸ θὰ σοῦ ἀνταποδώσει. 5 Καὶ ὅταν προσεύχεστε, δὲν θὰ εἶστε ὅπως οἱ ὑποκριτές, διότι ἀρέσκονται στὶς συναγωγὲς καὶ στὶς γωνίες τῶν πλατειῶν ἱστάμενοι νὰ προσεύχονται, γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους· ἀληθῶς σᾶς λέω, λαμβάνουν τὸ μισθό τους. 6 Ἐσὺ δὲ ὅταν προσεύχεσαι, εἴσελθε στὸ δωμάτιό σου καὶ κλείσας τὴ θύρα σου προσευχήσου στὸν Πατέρα σου ποὺ εἶναι στὸ κρυπτό· καὶ ὁ Πατέρας σου ὁ βλέπων στὸ κρυπτὸ θὰ σοῦ ἀνταποδώσει. 7 Προσευχόμενοι δέ, μὴ βαττολογήσετε ὅπως οἱ ἐθνικοί, ἐπειδὴ νομίζουν ὅτι μὲ τὴν πολυλογία τους θὰ εἰσακουστοῦν. 8 Μὴν ὁμοιάσετε λοιπὸν μ᾿ αὐτούς· διότι ξέρει ὁ Πατέρας σας ἀπὸ ποιῶν ἔχετε ἀνάγκη προτοῦ ἐσεῖς νὰ τοῦ αἰτηθεῖτε. 9 Ἔτσι λοιπὸν προσεύχεστε ἐσεῖς: “Πατέρα μας, ἐσὺ ποὺ εἶσαι στοὺς οὐρανούς· ἂς ἁγιαστεῖ τὸ ὄνομά σου· 10 ἂς ἔρθει ἡ βασιλεία σου· ἂς γίνει τὸ θέλημά σου, ὅπως στὸν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· 11 τὸν ἄρτο μας τὸν ἐπιούσιο δῶσέ μας σήμερα· 12 καὶ συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς ἁμαρτάνοντες εἰς μᾶς· 13 καὶ μὴν μᾶς φέρεις σὲ πειρασμό, ἀλλὰ ἐλευθέρωσέ μας ἀπὸ τοῦ κακοῦ. 14 Διότι ἐὰν συγχωρέσετε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, θὰ συγχωρέσει καὶ ἐσᾶς ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος· 15 ἐὰν δὲ δὲν συγχωρέσετε τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρέσει τὰ παραπτώματά σας. 16 Ὅταν δὲ νηστεύετε, μὴ γίνεστε ὅπως οἱ ὑποκριτὲς σκυθρωποί, διότι θλίβουν τὰ πρόσωπά τους ὅπως νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους νηστεύοντες· ἀληθῶς σᾶς λέω, λαμβάνουν τὸ μισθό τους. 17 Ἐσὺ δὲ νηστεύων, ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ τὸ πρόσωπό σου νίψε, 18 ὅπως νὰ μὴ φανεῖς στοὺς ἀνθρώπους νηστεύων ἀλλὰ στὸν Πατέρα σου ποὺ εἶναι στὸ κρυφό· καὶ ὁ Πατέρας σου ὁ βλέπων στὸ κρυφὸ θὰ σοῦ ἀνταποδώσει. 19 Μὴ θησαυρίζετε γιὰ σᾶς θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σκόρος καὶ διάβρωση καταστρέφει καὶ ὅπου κλέπτες διαρρηγνύουν καὶ κλέπτουν· 20 θησαυρίζετε δὲ γιὰ σᾶς θησαυροὺς στὸν οὐρανό, ὅπου οὔτε σκόρος οὔτε διάβρωση καταστρέφει καὶ ὅπου κλέπτες δὲν διαρρηγνύουν οὔτε κλέπτουν· 21 διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σου. 22 Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἐὰν λοιπὸν εἶναι τὸ μάτι σου ἁπλό, ὅλο τὸ σῶμά σου φωτεινὸ θὰ εἶναι· 23 ἐὰν δὲ τὸ μάτι σου πονηρὸ εἶναι, ὅλο τὸ σῶμά σου σκοτεινὸ θὰ εἶναι. Ἂν λοιπὸν τὸ φῶς ποὺ εἶναι σὲ σένα εἶναι σκότος, τὸ σκότος πόσο… 24 Κανεὶς δὲν μπορεῖ σὲ δύο κυρίους νὰ ὑπηρετεῖ· διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισήσει καὶ τὸν ἄλλο θὰ ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς θὰ προσηλωθεῖ καὶ τοῦ ἄλλου θὰ περιφρονήσει. Δὲν μπορεῖτε στὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετεῖτε καὶ στὸ μαμωνᾶ. 25 Γιὰ τοῦτο σᾶς λέω, μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τὴν ψυχή σας τὶ νὰ φᾶτε ἢ τὶ νὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμά σας τὶ νὰ ἐνδυθεῖτε. Δὲν εἶναι ἡ ψυχὴ πλιότερη τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 ἐμβλέψτε στὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ ὅτι δὲν σπείρουν οὔτε θερίζουν οὔτε συνάγουν σὲ ἀποθῆκες, καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· δὲν διαφέρετε ἐσεῖς μᾶλλον ἀπ᾿ αὐτῶν; 27 ποιός δὲ ἀπὸ σᾶς μεριμνῶν μπορεῖ νὰ προσθέσει ἐπὶ τὸ ἀνάστημά του πήχη ἕνα; 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; παρατηρήσετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουν· δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· 29 λέω δὲ σὲ σᾶς ὅτι οὔτε ὁ Σολομῶν σ᾿ ὅλη τὴ δόξα του δὲν περιεβλήθη ὡς ἕνα τούτων. 30 Ἂν δὲ τὸ χόρτο τοῦ ἀγροῦ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριο στὴ φωτιὰ ῥίπτεται, ὁ Θεὸς ἔτσι ἐνδύει, ὄχι κατὰ πολὺ μᾶλλον ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι; 31 μὴ μεριμνήσετε λοιπὸν λέγοντες: “τί θὰ φᾶμε”; ἤ, “τί θὰ πιοῦμε”; ἤ, “τί θὰ περιβληθοῦμε”; 32 διότι ὅλα τοῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητοῦν· διότι ξέρει ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος ὅτι χρειάζεστε τούτων ὅλων. 33 Ζητεῖτε δὲ πρῶτα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη του, καὶ τοῦτα ὅλα θὰ σᾶς προστεθοῦν. 34 Μὴ μεριμνήσετε λοιπὸν γιὰ τὸ αὔριο, διότι τὸ αὔριο θὰ μεριμνήσει γιὰ τὰ δικά του· ἀρκετὸ εἶναι στὴν ἡμέρα ἡ κακία της.
[7] 1 Μὴν κρίνετε, γιὰ νὰ μὴν κριθεῖτε· 2 διότι μὲ ὅποια εἴδους κρίση κρίνετε θὰ κριθεῖτε, καὶ μὲ ὅποιο μέτρο μετρᾶτε θὰ μετρηθεῖ σὲ σᾶς. 3 Τί βλέπεις δὲ τὸ κλαδὶ ποὺ εἶναι στὸ μάτι τοῦ ἀδερφοῦ σου, τὴ δὲ δοκὸ στὸ δικό σου μάτι δὲν ἀντιλαμβάνεσαι; 4 ἢ πῶς θὰ πεῖς στὸν ἀδερφό σου, ἄσε νὰ ἐκβάλω τὸ κλαδὶ ἐκ τοῦ ματιοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς εἶναι στὸ μάτι σου; 5 ὑποκριτή, ἔκβαλε πρῶτα ἐκ τοῦ ματιοῦ σου τὴ δοκό, καὶ τότε θὰ κοιτάξεις νὰ ἐκβάλεις τὸ κλαδὶ ἐκ τοῦ ματιοῦ τοῦ ἀδερφοῦ σου. 6 Μὴ δώσετε τὸ ἅγιο στὰ σκυλιὰ οὔτε νὰ ῥίψετε τὰ μαργαριτάρια σας ἐμπρὸς τῶν χοίρων, μήπως καταπατήσουν αὐτὰ μὲ τὰ πόδια τους καὶ στραφέντες σᾶς ξεσχίσουν. 7 Αἰτεῖστε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ, ζητεῖτε καὶ θὰ βρεῖτε, κρούετε καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθεῖ· 8 διότι καθένας ὁ αἰτούμενος λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν βρίσκει καὶ στὸν κρούοντα θὰ ἀνοιχθεῖ. 9 Ἢ ποιός ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ σᾶς, στὸν ὁποῖο αἰτηθεῖ ὁ υἱός του ἄρτο, μήπως λίθο θὰ δώσει σ᾿ αὐτόν; 10 ἢ καὶ ψάρι αἰτηθεῖ, μήπως φίδι θὰ δώσει σ᾿ αὐτόν; 11 ἂν λοιπὸν ἐσεῖς πονηροὶ ὄντες ξέρετε ἀγαθά πράγματα νὰ δίνετε στὰ τέκνα σας, κατὰ πόσο μᾶλλον ὁ Πατέρας σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανοὺς θὰ δώσει ἀγαθὰ στοὺς αἰτουμένους σ᾿ αὐτόν. 12 Ὅλα λοιπὸν ὅσα θέλετε νὰ κάμνουν σὲ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ κάμνετε σ᾿ αὐτούς· διότι τοῦτος εἶναι ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες. 13 Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· διότι πλατιὰ εἶναι ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρη ἡ ὁδὸς ἡ ὁδηγοῦσα στὴν ἀπώλεια καὶ πολλοὶ εἶναι οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς· 14 τί στενὴ ἡ πύλη καὶ θλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ὁδηγοῦσα στὴ ζωὴ καὶ λίγοι εἶναι οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν! 15 Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται πρὸς ἐσᾶς μὲ ἐνδύματα προβάτων, ἀπὸ μέσα δὲ εἶναι λύκοι ἅρπαγες. 16 Ἀπὸ τῶν καρπῶν τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσετε. Μήπως συλλέγουν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφύλια ἢ ἀπὸ ζιζάνια σῦκα; 17 ἔτσι κάθε δένδρο ἀγαθὸ καρποὺς καλοὺς κάνει, τὸ δὲ σαπρὸ δένδρο καρποὺς κακοὺς κάνει. 18 Δὲν μπορεί δένδρο ἀγαθὸ καρποὺς κακοὺς νὰ κάμνει οὔτε δένδρο σαπρὸ καρποὺς καλοὺς νὰ κάμνει. 19 Κάθε δένδρο μὴ κάμνον καρπὸ καλὸ κόβεται καὶ στὴ φωτιὰ ῥίπτεται. 20 Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τῶν καρπῶν τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσετε. 21 Δὲν θὰ εἰσέλθει καθένας ὁ λέγων σὲ μένα: “Κύριε, Κύριε”, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὅ κάμνων τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. 22 Πολλοὶ θὰ μοῦ ποῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα: “Κύριε, Κύριε, στὸ δικό σου ὄνομα δὲν προφητέψαμε, καὶ στὸ δικό σου ὄνομα δὲν ἐκβάλαμε δαιμόνια, καὶ στὸ δικό σου ὄνομα δὲν κάναμε δυνάμεις πολλὲς”; 23 καὶ τότε θὰ ὁμολογήσω σ᾿ αὐτοὺς ὅτι: “ποτὲ δὲν σᾶς γνώρισα· ἀποχωρεῖτε ἀπὸ μένα οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομία”. 24 Καθένας λοιπὸν ὁ ὁποῖος μοῦ ἀκούει τοὺς λόγους τούτους καὶ κάμνει αὐτούς, θὰ ὁμοιάσει μὲ ἄνδρα φρόνιμο, ὁ ὁποῖος οἰκοδόμησε τὴν οἰκία του ἐπὶ τὴν πέτρα· 25 καὶ κατέβηκε ἡ βροχὴ καὶ ἦρθαν οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσαν στὴν οἰκία ἐκείνη, καὶ δὲν ἔπεσε, διότι θεμελιώθηκε ἐπὶ τὴν πέτρα. 26 Καὶ καθένας ὁ ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ κάμνων αὐτοὺς θὰ ὁμοιάσει μὲ ἄνδρα μωρό, ὁ ὁποῖος οἰκοδόμησε τὴν οἰκία του ἐπὶ τὴν ἄμμο· 27 καὶ κατέβηκε ἡ βροχὴ καὶ ἦρθαν οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκρουσαν στὴν οἰκία ἐκείνη, καὶ ἔπεσε καὶ ἦταν ἡ πτώση της μεγάλη». 28 Καὶ ὅταν τελείωσε ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐκπλήσσονταν οἱ ὄχλοι μὲ τὴ διδαχή του· 29 διότι ἦταν διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσία ἔχων καὶ ὄχι ὡς οἱ γραμματεῖς τους.
[8] 1 Ὅταν κατέβηκε δὲ ἀπὸ τοῦ ὄρους τὸν ἀκολούθησαν ὄχλοι πολλοί. 2 Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς προσελθὼν τὸν προσκυνοῦσε λέγων: «Κύριε, ἐὰν θέλεις μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσεις». 3 Καὶ ἐκτείνας τὸ χέρι τὸν ἄγγιξε λέγων: «θέλω, καθαρίσου»· καὶ ἀμέσως τοῦ καθαρίστηκε ἡ λέπρα. 4 Καὶ λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «βλέπε, σὲ κανέναν μὴν πεῖς, ἀλλὰ πήγαινε, τὸν ἑαυτό σου δείξε στὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρο τὸ ὁποῖο προσέταξε ὁ Μωυσῆς γιὰ μαρτυρία σ᾿ αὐτούς». 5 Εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ στὴν Καφαρναοὺμ προσῆλθε σ᾿ αὐτὸν ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν 6 καὶ λέγων: «Κύριε, ὁ δοῦλός μου εἶναι κατάκοιτος στὴν οἰκία, παράλυτος, δεινῶς βασανιζόμενος». 7 Καὶ λέει σ᾿ αὐτόν: «ἐγὼ ἐλθὼν θὰ τὸν θεραπεύσω». 8 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος εἶπε: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἱκανὸς ὥστε ὑπὸ τὴν στέγη μου νὰ εἰσέλθεις, ἀλλὰ μόνο πὲς μὲ λόγο, καὶ θὰ ἰατρευτεῖ ὁ δοῦλός μου. 9 Διότι καὶ ἐγὼ ἄνθρωπος εἶμαι ὑπὸ ἐξουσία, ἔχων ὑπὸ τὸν ἑαυτό μου στρατιῶτες, καὶ λέω σὲ τοῦτον: “πορεύσου”, καὶ πορεύεται, καὶ σὲ ἄλλον: “ἔλα”, καὶ ἔρχεται, καὶ στὸ δοῦλό μου: “κάνε τοῦτο”, καὶ κάνει». 10 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς θαύμασε καὶ εἶπε στοὺς ἀκολουθοῦντες: «ἀληθῶς σᾶς λέω, σὲ κανέναν δὲν βρήκα τόση πίστη στὸν Ἰσραήλ. 11 Λέω δὲ σὲ σᾶς ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δύσεων θὰ ἔρθουν καὶ θὰ καθίσουν μὲ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, 12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας θὰ ἐκριφθοῦν στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν». 13 Καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸν ἑκατόνταρχο: «πήγαινε, καθὼς πίστεψες νὰ σοῦ γίνει». Καὶ ἰατρεύτηκε ὁ δοῦλός του τὴν ὥρα ἐκείνη. 14 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς στὴν οἰκία Πέτρου, εἶδε τὴν πεθερά του κατάκοιτη καὶ μὲ πυρετό· 15 καὶ ἄγγιξε τοῦ χεριοῦ της, καὶ τὴν ἄφησε ὁ πυρετός, καὶ ἐγέρθηκε καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. 16 Ὅταν ἔφτασε δὲ τὸ δειλινό, προσέφεραν σ᾿ αὐτὸν δαιμονιζομένους πολλούς· καὶ ἐξέβαλε τὰ πνεύματα μὲ λόγο καὶ ὅλους τοὺς πάσχοντες θεράπευσε, 17 ὅπως νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος: <αὐτὸς τὶς ἀσθένειές μας πῆρε καὶ τὶς νόσους βάσταξε>. 18 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὄχλο γύρῳ του, παρήγγειλε νὰ ἀπέλθουν στὴν ἄλλη ὄχθη. 19 Καὶ προσελθὼν ἕνας γραμματέας εἶπε σ᾿ αὐτόν: «διδάσκαλε, θὰ σὲ ἀκολουθήσω ὅπου καὶ ἂν πᾶς». 20 Καὶ λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «οἱ ἀλεποῦδες φωλιὲς ἔχουν καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνει τὸ κεφάλι». 21 Ἂλλος δὲ τῶν μαθητῶν του εἶπε σ᾿ αὐτόν: «Κύριε, ἐπίτρεψέ μου πρῶτα νὰ ἀπέλθω καὶ νὰ θάψω τὸν πατέρα μου». 22 Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέει σ᾿ αὐτόν: «ἀκολούθα με καὶ ἄσε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς τους». 23 Καὶ μὲ τὸ νὰ εἰσέλθει αὐτὸς στὸ πλοῖο τὸν ἀκολούθησαν οἱ μαθητές του. 24 Καὶ ἰδοὺ ἀναταραχὴ μεγάλη ἔγινε στὴ θάλασσα, ὥστε τὸ πλοῖο νὰ καλύπτεται ὑπὸ τῶν κυμάτων, αὐτὸς δὲ κοιμόταν. 25 Καὶ προσελθόντες τὸν σήκωσαν λέγοντες: «Κύριε, σῶσε, πεθαίνουμε». 26 Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «τί εἶστε δειλοί, ὀλιγόπιστοι»; Τότε ἐγερθεὶς ἐπιτίμησε τοὺς ἀνέμους καὶ τὴ θάλασσα, καὶ ἔγινε γαλήνη μεγάλη. 27 Οἱ δὲ ἄνθρωποι θαύμασαν λέγοντες: «ποιός εἶναι τοῦτος ποὺ καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα σ᾿ αὐτὸν ὑπακοῦνε»; 28 Καὶ ἐλθόντος αὐτοῦ στὴν ἄλλη ὄχθη, στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, συνάντησαν αὐτὸν δύο δαιμονιζόμενοι ἐξερχόμενοι ἐκ τῶν μνημείων, πολὺ ἐπικίνδυνοι, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ κάποιος νὰ παρέλθει διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. 29 Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες: «τί θέλεις ἐσὺ μὲ μᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦρθες ἐδῶ πρὸ καιροῦ νὰ μᾶς βασανίσεις»; 30 Ἦταν δὲ μακριὰ ἀπ᾿ αὐτῶν βοσκομένη ἀγέλη χοίρων πολλῶν. 31 Οἱ δὲ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντες: «ἂν μᾶς ἐκβάλλεις, ἀπόστειλέ μας στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων». 32 Καὶ εἶπε σ᾿ αὐτούς: «πηγαίνετε». Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθαν στοὺς χοίρους· καὶ ἰδοὺ ὅρμησε ὅλη ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ γκρεμοῦ στὴ θάλασσα καὶ πέθαναν στὰ νερά. 33 Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγαν, καὶ ἀπελθόντες στὴν πόλη ἀπήγγειλαν ὅλα, καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 34 Καὶ ἰδοὺ ὅλη ἡ πόλη ἐξῆλθε γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρακαλοῦσαν ὅπως νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν περιοχή τους.
[9] 1 Καὶ εἰσελθὼν σὲ πλοῖο διαπέρασε καὶ ἦρθε στὴ δικιά του πόλη. 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφεραν σ᾿ αὐτὸν παράλυτο ἐπὶ κλίνης κατάκοιτο. Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παράλυτο: «πᾶρε θάρρος, τέκνο, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». 3 Καὶ ἰδοὺ κάποιοι τῶν γραμματέων εἶπαν μεταξύ τους: «τοῦτος βλασφημεῖ»... 4 Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὶς σκέψεις τους, εἶπε: «γιατί σκέφτεστε ἀρνητικὰ στὶς καρδιές σας; 5 ἐπειδὴ τί εἶναι εὐκολότερο, νὰ πῶ: “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες”, ἢ νὰ πῶ: “σήκω καὶ περπάτα”; 6 γιὰ νὰ δεῖτε δὲ ὅτι ἐξουσία ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες — τότε λέει στὸν παραλυτικὸ — ἐγερθεὶς σήκωσε τὴν κλίνη σου καὶ πήγαινε στὸν οἶκό σου». 7 Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθε στὸν οἶκό του. 8 ᾿Ιδόντες δὲ οἱ ὄχλοι φοβήθηκαν καὶ δόξασαν τὸ Θεὸ τὸν δώσαντα ἐξουσία τέτοια στοὺς ἀνθρώπους. 9 Καὶ παρελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἐκεῖ εἶδε ἄνθρωπο καθήμενο ἐπὶ τὸ τελώνιο, Ματθαῖο λεγόμενο, καὶ λέει σ᾿ αὐτόν: «ἀκολούθα με». Καὶ ἐγερθεὶς τὸν ἀκολούθησε. 10 Καὶ ἔγινε αὐτοῦ καθημένου στὴν οἰκία, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συγκάθονταν μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς μαθητές του. 11 Καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαίοι ἔλεγαν στοὺς μαθητές του: «γιατί μὲ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν τρώει ὁ διδάσκαλός σας»; 12 Ὁ δὲ ἀκούσας εἶπε: «δὲν ἔχουν ἀνάγκη οἱ εὔρωστοι ἀπὸ ἰατροῦ ἀλλ᾿ οἱ πάσχοντες. 13 Πορευθέντες δὲ μάθετε τὶ εἶναι: “ἔλεος θέλω καὶ ὄχι θυσία”· διότι δὲν ἦρθα νὰ καλέσω δικαίους ἀλλ᾿ ἁμαρτωλούς». 14 Τότε προσέρχονται σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητὲς Ἰωάννου λέγοντες: «γιατί ἐμεῖς καὶ οἱ Φαρισαίοι νηστεύουμε πολλά, οἱ δὲ μαθητές σου δὲν νηστεύουν»; 15 Καὶ εἶπε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «μήπως μποροῦν οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφίου νὰ πενθοῦν ἐφ᾿ ὅσον μ᾿ αὐτῶν εἶναι ὁ νυμφίος; θὰ ἔρθουν δὲ ἡμέρες ὅταν παρθεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε θὰ νηστέψουν. 16 Κανεὶς δὲ δὲν βάζει κάλυμμα πανιοῦ νέου ἐπὶ σὲ ἱμάτιο παλαιό· διότι συνεπαίρνει τὸ σύνολό του ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ χειρότερο σχίσμα γίνεται. 17 Οὔτε βάζουν οἶνο νέο σὲ ἀσκοὺς παλαιούς· εἰδάλλως, σχίζονται οἱ ἀσκοὶ καὶ ὁ οἶνος χύνεται καὶ οἱ ἀσκοὶ καταστρέφονται· ἀλλὰ βάζουν οἶνο νέο σὲ ἀσκοὺς καινούργιους, καὶ συντηροῦνται καὶ οἱ δύο». 18 Τοῦτα αὐτοῦ ὁμιλοῦντος σ᾿ αὐτούς, ἰδοὺ ἕνας ἄρχοντας ἐλθὼν τὸν προσκυνοῦσε λέγων ὅτι: «ἡ κόρη μου τώρα πέθανε· ἀλλ᾿ ἐλθὼν ἐπίθεσε τὸ χέρι σου ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ θὰ ζήσει». 19 Καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς τὸν ἀκολούθησε, καὶ οἱ μαθητές του. 20 Καὶ ἰδοὺ γυναῖκα αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη προσελθοῦσα ἀπὸ πίσω ἄγγιξε τοῦ ἄκρου τοῦ ἱματίου του· 21 διότι ἔλεγε μέσα της: «ἐὰν μόνο ἀγγίξω τοῦ ἱματίου του θὰ σωθῶ». 22 ῾Ο δὲ Ἰησοῦς στραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε: «πᾶρε θάρρος, κόρη· ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει». Καὶ σώθηκε ἡ γυναῖκα ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 23 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς στὴν οἰκία τοῦ ἄρχοντος, καὶ ἰδὼν τοὺς αὐλητὲς καὶ τὸν ὄχλο θορυβούμενο, 24 ἔλεγε: «ἀναχωρεῖτε, διότι δὲν πέθανε τὸ κορίτσι ἀλλὰ κοιμᾶται». Καὶ τὸν περιγελοῦσαν. 25 Ὅταν ἔφυγε δὲ ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν κράτησε τοῦ χεριοῦ της, καὶ ἐγέρθηκε τὸ κορίτσι. 26 Καὶ ἐξῆλθε ἡ φήμη τούτη σ᾿ ὅλη τὴ γῆ ἐκείνη. 27 Καὶ μὲ τὸ νὰ παρέλθει ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες: «ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυίδ». 28 Μὲ τὸ νὰ ἔρθει δὲ στὴν οἰκία προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν οἱ τυφλοί, καὶ λέει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «πιστεύετε ὅτι μπορῶ τοῦτο νὰ κάνω»; Λένε σ᾿ αὐτόν: «ναί, Κύριε». 29 Τότε ἄγγιξε τῶν ματιῶν τους λέγων: «κατὰ τὴν πίστη σας νὰ γίνει σὲ σᾶς». 30 Καὶ ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους. Καὶ προσέταξε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων: «βλέπετε, κανεὶς νὰ μὴ γνωρίζει». 31 Οἱ δὲ ἐξελθόντες τὸν ἀπήγγειλαν σ᾿ ὅλη τὴ γῆ ἐκείνη. 32 Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσέφεραν σ᾿ αὐτὸν ἄνθρωπο βουβὸ δαιμονιζόμενο. 33 Καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου μίλησε ὁ βουβός. Καὶ θαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες: «ποτὲ δὲν φάνηκε ἔτσι στὸν Ἰσραήλ». 34 Οἱ δὲ Φαρισαίοι ἔλεγαν: «μὲ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια». 35 Καὶ περιερχόταν ὁ Ἰησοῦς τὶς πόλεις ὅλες καὶ τὰ χωριὰ διδάσκων στὶς συναγωγές τους καὶ κηρύττων τὸ εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων κάθε νόσο καὶ κάθε πάθηση. 36 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους σπλαχνίστηκε γι᾿ αὐτούς, διότι ἦταν ταλαιπωρημένοι καὶ καταπτοημένοι σὰν πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. 37 Τότε λέει στοὺς μαθητές του: «ὁ μὲν θερισμὸς εἶναι πολύς, οἱ δὲ ἐργάτες λίγοι· 38 δεηθεῖτε λοιπὸν τοῦ Κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως νὰ στείλει ἐργάτες γιὰ τὸ θερισμό του».
[10] 1 Καὶ προσκαλέσας τοὺς δώδεκα μαθητές του, ἔδωσε σ᾿ αὐτοὺς ἐξουσία ἐπὶ πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε νὰ τὰ ἐκβάλλουν καὶ νὰ θεραπεύουν κάθε νόσο καὶ κάθε πάθηση. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματα εἶναι τοῦτα: πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος, καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδερφός του, καὶ Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδερφός του, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἁλφαίου, καὶ Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Καναναῖος καὶ Ἰούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης ὁ καὶ παραδώσας αὐτόν. 5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλε ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας σ᾿ αὐτοὺς λέγων: «σὲ ὁδὸ ἐθνῶν μὴν ἀπέλθετε καὶ σὲ πόλη Σαμαριτῶν μὴν εἰσέλθετε· 6 πορεύεστε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ χαμένα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ. 7 Πορευόμενοι δὲ κηρύττετε λέγοντες ὅτι: “πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”. 8 Ἀσθενοῦντες θεραπεύετε, νεκροὺς ἐγείρετε, λεπροὺς καθαρίζετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν λάβατε, δωρεὰν δῶστε. 9 Μὴν ἀποκτήσετε χρυσὸ οὔτε ἀργύριο οὔτε χαλκὸ στὶς ζῶνές σας, 10 ὄχι σάκο στὴν ὁδὸ οὔτε δύο χιτῶνες οὔτε ὑποδήματα οὔτε ῥάβδο· διότι ἄξιος εἶναι ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς του. 11 Σὲ ὅποια δὲ πόλη ἢ χωριὸ εἰσέλθετε, ἐξετάσετε ποιὸς εἶναι ἄξιος σ᾿ αὐτήν· καὶ ἐκεῖ μείνετε ἕως νὰ ἐξέλθετε. 12 Εἰσερχόμενοι δὲ στὴν οἰκία ἀσπασθεῖτέ την· 13 καὶ ἐὰν μὲν εἶναι ἡ οἰκία ἀξία, νὰ ἔρθει ἡ εἰρήνη σας ἐπ᾿ αὐτήν, ἐὰν δὲ δὲν εἶναι ἀξία, ἡ εἰρήνη σας πρὸς ἐσᾶς νὰ ἐπιστρέψει. 14 Καὶ ὅποιος δὲν δεχθεῖ ἐσᾶς οὔτε ἀκούσει τοὺς λόγους σας, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξετε τὴ σκόνη τῶν ποδιῶν σας. 15 Ἀληθῶς σᾶς λέω, ἀνεκτότερο θὰ εἶναι σὲ γῆ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥων τὴν ἡμέρα κρίσεως παρὰ στὴν πόλη ἐκείνη. 16 Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ἐσᾶς ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους· γίνεστε λοιπὸν γνωστικοὶ ὅπως τὰ φίδια καὶ ἀκέραιοι ὅπως τὰ περιστέρια. 17 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· διότι θὰ σᾶς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ στὶς συναγωγές τους θὰ σᾶς μαστιγώσουν· 18 καὶ ἐπὶ ἡγεμόνες δὲ καὶ βασιλεῖς θὰ ὁδηγηθεῖτε ἕνεκέν μου γιὰ μαρτυρία σ᾿ αὐτοὺς καὶ στὰ ἔθνη. 19 Ὅταν δὲ παραδώσουν ἐσᾶς, μὴ μεριμνήσετε πῶς ἢ τὶ θὰ μιλήσετε· διότι θὰ δοθεῖ σὲ σᾶς ἐκείνη τὴν ὥρα τὶ θὰ μιλήσετε· 20 διότι δὲν θὰ εἶστε ἐσεῖς οἱ ὁμιλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρός σας θὰ μιλᾷ μέσα ἀπὸ σᾶς. 21 Θὰ παραδώσει δὲ ἀδερφὸς ἀδερφὸ σὲ θάνατο καὶ πατέρας τέκνο, καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θὰ τοὺς θανατώσουν. 22 Καὶ θὰ εἶστε μισούμενοι ὑφ᾿ ὅλων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας ἕως τέλος, τοῦτος θὰ σωθεῖ. 23 Ὅταν δὲ διώκουν ἐσᾶς στὴν πόλη τούτη, φεύγετε στὴν ἄλλη· διότι ἀληθῶς σᾶς λέω, δὲν θὰ τελειώσετε μὲ τὶς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως νὰ ἔρθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 24 Δὲν εἶναι μαθητὴς πάνω ἀπὸ τὸ διδάσκαλο οὔτε δοῦλος πάνω ἀπὸ τὸν κύριό του. 25 Ἀρκετὸ εἶναι στὸ μαθητὴ ὥστε νὰ γίνει ὅπως ὁ διδάσκαλός του καὶ ὁ δοῦλος ὅπως ὁ κύριός του. Ἂν τὸν οἰκοδεσπότη Βεελζεβοὺλ ἀποκάλεσαν, κατὰ πόσο μᾶλλον τοὺς οἰκιακούς του… 26 Μὴ φοβηθεῖτε λοιπὸν αὐτούς· διότι κανένα δὲν εἶναι καλυμμένο τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀποκαλυφθεῖ, καὶ κρυπτὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ γνωριστεῖ. 27 Αὐτὸ ποὺ λέω σὲ σᾶς στὸ σκοτάδι, πεῖτε στὸ φῶς, καὶ αὐτὸ ποὺ στὸ αὐτὶ ἀκοῦτε, κηρύξετε ἐπὶ τῶν δωμάτων. 28 Καὶ μὴ φοβᾶστε ἀπὸ ἀπ᾿ αὐτῶν ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα, τὴ δὲ ψυχὴ νὰ μὴ μποροῦν νὰ θανατώσουν· νὰ φοβᾶστε δὲ μᾶλλον αὐτὸν ποὺ μπορεῖ καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα νὰ καταστρέψει στὴ γέεννα. 29 Δὲν πωλοῦνται δύο σπουργίτια ἀντὶ ἀσσαρίου; καὶ ἕνα ἐξ αὐτῶν δὲν θὰ πέσει ἐπὶ τὴ γῆ ἄνευ τοῦ Πατρός σας. 30 Ἐσᾶς δὲ καὶ οἱ τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ ὅλες ἀριθμημένες εἶναι. 31 Μὴ φοβᾶστε λοιπόν· πολλῶν σπουργιτιῶν διαφέρετε ἐσεῖς. 32 Καθένας λοιπὸν ὁ ὁποῖος μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς τῶν ἀνθρώπων, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς τοῦ Πατρός μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς· 33 Ὅποιος δὲ μὲ ἀρνηθεῖ ἐμπρὸς τῶν ἀνθρώπων, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς τοῦ Πατρός μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. 34 Μὴ νομίσετε ὅτι ἦρθα νὰ βάλω εἰρήνη ἐπὶ τὴ γῆ· δὲν ἦρθα νὰ βάλω εἰρήνη ἀλλὰ μάχαιρα. 35 Διότι ἦρθα νὰ διχάσω ἄνθρωπο κατὰ τοῦ πατρός του καὶ κόρη κατὰ τῆς μητρός της καὶ νύφη κατὰ τῆς πεθερᾶς της, 36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι οἱ οἰκιακοί του. 37 Ὁ ἀγαπῶν πατέρα ἢ μητέρα περισσότερο ἀπὸ μένα δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος, καὶ ὁ ἀγαπῶν υἱὸ ἢ κόρη περισσότερο ἀπὸ μένα δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος· 38 καὶ ὅποιος δὲν λαμβάνει τὸ σταυρό του καὶ δὲν ἀκολουθεῖ πίσω μου, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. 39 Αὐτὸς ποὺ θὰ βρεῖ τὴν ψυχή του θὰ τὴ θανατώσει, καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ θανατώσει τὴν ψυχή του ἕνεκέν μου θὰ τὴ βρεῖ. 40 Ὁ δεχόμενος ἐσᾶς ἐμένα δέχεται, καὶ ὁ δεχόμενος ἐμένα δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. 41 Ὁ δεχόμενος προφήτη εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸ προφήτου θὰ λάβει, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιο εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸ δικαίου θὰ λάβει. 42 Καὶ ὅποιος ποτίσει ἕνα τῶν μικρῶν τούτων μόνο ποτήρι δροσεροῦ εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀληθῶς σᾶς λέω, δὲν θὰ χάσει τὸ μισθό του».
[11] 1 Καὶ ὅταν τελείωσε ὁ Ἰησοῦς διατάσσων στοὺς δώδεκα μαθητές του, μετέβη ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ νὰ διδάσκει καὶ νὰ κηρύττει στὶς πόλεις τους. 2 Ὁ δὲ ᾿Ιωάννης ἀκούσας στὸ δεσμωτήριο τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, πέμψας διὰ τῶν μαθητῶν του 3 εἶπε σ᾿ αὐτόν: «ἐσὺ εἶσαι ὁ ἐρχόμενος ἢ ἄλλον προσδοκοῦμε»; 4 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε σ᾿ αὐτούς: «πορευθέντες ἀπαγγείλετε στὸν Ἰωάννη αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε καὶ βλέπετε· 5 τυφλοὶ ἀναβλέπουν καὶ χωλοὶ περπατοῦν, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κωφοὶ ἀκοῦνε, καὶ νεκροὶ ἐγείρονται καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· 6 καὶ μακάριος εἶναι ὅποιος δὲν σκανδαλιστεῖ μὲ μένα». 7 Τούτων δὲ πορευομένων ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ λέει στοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου: «τί ἐξήλθατε στὴν ἔρημο νὰ παρακολουθήσετε, καλάμι ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενο; 8 ἀλλὰ τί ἐξήλθατε νὰ δεῖτε, ἄνθρωπο μὲ μαλακὰ ἐνδεδυμένο; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες στοὺς οἴκους τῶν βασιλέων εἶναι. 9 Ἀλλὰ τί ἐξήλθατε νὰ δεῖτε; προφήτη; ναὶ σᾶς λέω, καὶ περισσότερο προφήτου. 10 Τοῦτος εἶναι περὶ τοῦ ὁποίου ἔχει γραφθεῖ: <ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελό μου πρὸ προσώπου σου, ὁ ὁποῖος θὰ διαμορφώσει τὴν ὁδό σου ἐμπρός σου>. 11 Ἀληθῶς σᾶς λέω· δὲν ἔχει ἐγερθεῖ σὲ γεννημένους ἐκ γυναικῶν μεγαλύτερος Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ὁ δὲ μικρότερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μεγαλύτερός του εἶναι. 12 Ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως τώρα ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θέλει ἀγῶνα, καὶ οἱ ἀγωνιστὲς ἁρπάζουν αὐτήν. 13 Διότι ὅλοι οἱ προφῆτες καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου προφήτεψαν· 14 καὶ ἂν θέλετε νὰ δεχθεῖτε, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας ὁ μέλλων νὰ ἔρχεται. 15 Ὁ ἔχων αὐτιὰ ἂς ἀκούει. 16 Μὲ τὶ θὰ ὁμοιώσω δὲ τὴ γενεὰ ἐτούτη; ὁμοία εἶναι μὲ παιδιὰ καθήμενα στὶς ἀγορὲς τὰ ὁποῖα προσφωνοῦντα στοὺς ἄλλους 17 λένε: «αὐλὸ σᾶς παίξαμε καὶ δὲν χορέψατε, θρηνήσαμε καὶ δὲν ὀδυρόσασταν. 18 Διότι ἦρθε ὁ Ἰωάννης οὔτε τρώγων οὔτε πίνων, καὶ λένε: “δαιμόνιο ἔχει”. 19 Ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τρώγων καὶ πίνων, καὶ λένε: “ἰδοὺ ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν”. Καὶ δικαιώθηκε ἡ σοφία ἀπὸ τῶν ἔργων της». 20 Τότε ἄρχισε νὰ ὀνειδίζει τὶς πόλεις στὶς ὁποῖες ἔγιναν οἱ περισσότερες δυνάμεις του, διότι δὲν μετενόησαν· 21 «οὐαὶ σὲ σένα, Χοραζίν, οὐαὶ σὲ σένα, Βηθσαϊδά· διότι ἂν στὴν Τύρο καὶ Σιδῶνα γίνονταν οἱ δυνάμεις οἱ γενόμενες σὲ σᾶς, πρὸ πολλοῦ μὲ σάκο καὶ στάχτη θὰ μετανοοῦσαν. 22 Πλήν, σᾶς λέω, στὴν Τύρο καὶ Σιδῶνα ἀνεκτότερο θὰ εἶναι τὴν ἡμέρα κρίσεως παρὰ σὲ σᾶς. 23 Καὶ ἐσύ, Καφαρναούμ, μήπως ἕως οὐρανοῦ θὰ ὑψωθεῖς; ἕως ᾅδου θὰ κατέβεις· διότι ἂν στὰ Σόδομα γίνονταν οἱ δυνάμεις οἱ γενόμενες σὲ σένα, θὰ ἔμενε μέχρι σήμερα. 24 Πλήν, σᾶς λέω ὅτι στὴ γῆ Σοδόμων ἀνεκτότερο θὰ εἶναι τὴν ἡμέρα κρίσεως παρὰ σὲ σένα». 25 Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Πατέρα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἔκρυψες τοῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀποκάλυψες αὐτὰ σὲ νήπια· 26 ναί, Πατέρα, διότι ἔτσι εὐδοκία ἔγινε ἐμπρός σου. 27 Ὅλα μοῦ παραδόθηκαν ὑπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ κανεὶς δὲν γνωρίζει καλὰ τὸν Υἱὸ παρὰ μόνο ὁ Πατέρας, οὔτε τὸν Πατέρα κάποιος γνωρίζει καλὰ παρὰ μόνο ὁ Υἱός, καὶ σὲ ὅποιον βούλεται ὁ Υἱὸς νὰ ἀποκαλύψει. 28 Ἐλᾶτε πρὸς ἐμένα ὅλοι οἱ κοπιῶντες καὶ φορτωμένοι, καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. 29 Βάλετε τὸ ζυγό μου ἐπάνω σας καὶ μάθετε ἀπὸ μένα, διότι πράος εἶμαι καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά, καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση στὶς ψυχές σας· 30 διότι ὁ ζυγός μου εἶναι ὠφέλιμος καὶ τὸ φορτίο μου εἶναι ἐλαφρύ.
[12] 1 Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πορεύτηκε ὁ Ἰησοῦς τὰ σάββατα διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθητές του πείνασαν καὶ ἄρχισαν νὰ μαδοῦν στάχυα καὶ νὰ τρῶνε. 2 Οἱ δὲ Φαρισαίοι ἰδόντες τοῦ εἶπαν: «ἰδοὺ οἱ μαθητές σου κάνουν αὐτὸ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κάμνουν τὸ σάββατο». 3 Ὁ δὲ τοὺς εἶπε: «δὲν διαβάσατε τὶ ἔκανε ὁ Δαυὶδ ὅταν πείνασε αὐτὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦταν μ᾿ αὐτόν, 4 πῶς εἰσῆλθε στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγαν, τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὸ σ᾿ αὐτὸν νὰ φάει οὔτε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν μ᾿ αὐτόν, παρὰ μόνο στοὺς ἱερεῖς; 5 ἢ δὲν διαβάσατε στὸ νόμο ὅτι τὰ σάββατα οἱ ἱερεῖς στὸ ἱερὸ τὸ σάββατο βεβηλώνουν καὶ ἀθῷοι εἶναι; 6 λέω δὲ σὲ σᾶς ὅτι εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ αὐτὸ ἐδῶ. 7 Ἂν εἴχατε δὲ γνωρίσει τὶ εἶναι: “ἔλεος θέλω καὶ ὄχι θυσία”, δὲν θὰ καταδικάζατε τοὺς ἀθῴους. 8 Διότι Κύριος εἶναι τοῦ σαββάτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». 9 Καὶ ἀφοῦ ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε στὴ συναγωγή τους· 10 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἔχων χέρι ξηρό. Καὶ τὸν ῥώτησαν λέγοντες: «ἐπιτρέπεται τὰ σάββατα νὰ θεραπεύσουν»; γιὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν. 11 ῾Ο δὲ τοὺς εἶπε: «ποιός ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχει ἕνα πρόβατο, καὶ πέσει τοῦτο τὰ σάββατα σὲ βόθρο, δὲν θὰ τὸ πιάσει καὶ θὰ ἐγείρει; 12 κατὰ πόσο λοιπὸν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου. Ὥστε ἐπιτρέπεται τὰ σάββατα καλῶς νὰ γίνεται». 13 Τότε λέει στὸν ἄνθρωπο: «ἔκτεινε τὸ χέρι σου». Καὶ ἐξέτεινε καὶ ἀποκαταστάθηκε ὑγιὲς ὅπως τὸ ἄλλο. 14 Ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαίοι συμβούλιο ἔλαβαν κατ᾿ αὐτοῦ ὅπως νὰ τὸν θανατώσουν. 15 Ὁ δὲ Ἰησοῦς γνωρίσας ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ τὸν ἀκολούθησαν ὄχλοι πολλοί, καὶ τοὺς θεράπευσε ὅλους, 16 καὶ τοὺς ἐπιτίμησε γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνουν φανερό, 17 γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος: 18 <ἰδοὺ ὁ παῖς μου τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα, ὁ ἀγαπητός μου μὲ τὸν ὁποῖο εὐδόκησε ἡ ψυχή μου· θὰ θέσω τὸ Πνεῦμα μου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κρίση στὰ ἔθνη θὰ ἀπαγγείλει. 19 Δὲν θὰ ἀντιλογήσει οὔτε θὰ κράξει, οὔτε θὰ ἀκούσει κανεὶς στὶς πλατεῖες τὴ φωνή του. 20 Καλάμι συντριμμένο δὲν θὰ κατασυντρίψει καὶ φυτίλι καπνιζόμενο δὲν θὰ σβήσει, ἕως νὰ ἐκφέρει εἰς νίκη τὸ δίκαιο. 21 Καὶ στὸ ὄνομά του ἔθνη θὰ ἐλπίσουν>. 22 Τότε προσεφέρθη σ᾿ αὐτὸν δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ βουβός, καὶ τὸν θεράπευσε, ὥστε ὁ βουβός νὰ μιλάει καὶ νὰ βλέπει. 23 Καὶ ἐκπλήσσονταν ὅλοι οἱ ὄχλοι καὶ ἔλεγαν: «μήπως τοῦτος εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ Δαυίδ»; 24 Οἱ δὲ Φαρισαίοι ἀκούσαντες εἶπαν: «τοῦτος δὲν ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια παρὰ μὲ τὸ Βεελζεβοὺλ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων». 25 Βλέπων δὲ τὶς σκέψεις τους τοὺς εἶπε: «κάθε βασιλεία διαμερισθεῖσα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ της ἐρημώνεται, καὶ κάθε πόλη ἢ οἰκία διαμερισθεῖσα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ της δὲν θὰ σταθεῖ. 26 Καὶ ἂν ὁ σατανᾶς τὸ σατανᾶ ἐκβάλλει, ἐπὶ τὸν ἑαυτό του διαμερίστηκε· πῶς λοιπὸν θὰ σταθεῖ ἡ βασιλεία του; 27 καὶ ἂν ἐγὼ μὲ Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοί σας μὲ ποιόν ἐκβάλλουν; γιὰ τοῦτο αὐτοὶ κριτές σας θὰ εἶναι. 28 Ἂν δὲ μὲ Πνεῦμα Θεοῦ ἐγὼ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασε σὲ σᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 29 Ἢ πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ εἰσέλθει στὴν οἰκία τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη του νὰ ἁρπάξει, ἐὰν δὲν δέσει πρῶτα τὸν ἰσχυρό; καὶ τότε τὴν οἰκία του θὰ ἁρπάξει. 30 Ὁ μὴ ὤν μαζί μου ἐναντίον μου εἶναι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μαζί μου σκορπίζει. 31 Γιὰ τοῦτο σᾶς λέω, κάθε ἁμαρτία καὶ βλασφημία θὰ συγχωρεθεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία δὲν θὰ συγχωρεθεῖ. 32 Καὶ ὅποιος πεῖ λόγο κατὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ τοῦ συγχωρεθεῖ· ὅποιος πεῖ δὲ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, δὲν θὰ τοῦ συγχωρεθεῖ οὔτε σὲ τοῦτον τὸν αἰῶνα οὔτε στὸ μέλλοντα. 33 Ἢ κάνετε τὸ δένδρο καλὸ καὶ τὸν καρπό του καλό, ἢ κάνετε τὸ δένδρο σαπρὸ καὶ τὸν καρπό του σαπρό· διότι ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρο ἀναγνωρίζεται. 34 Γεννήματα ὀχιᾶς, πῶς μπορεῖτε ἀγαθὰ νὰ λέτε πονηροὶ ὄντες; διότι ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδιᾶς μιλᾷ τὸ στόμα. 35 Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά. 36 Λέω δὲ σὲ σᾶς ὅτι γιὰ κάθε λόγο ἐπιπόλαιο τὸν ὁποῖο μιλήσουν οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀποδώσουν γι᾿ αὐτὸν λόγο τὴν ἡμέρα κρίσεως· 37 διότι ἐκ τῶν λόγων σου θὰ δικαιωθεῖς, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου θὰ καταδικασθεῖς». 38 Τότε ἀποκρίθηκαν σ᾿ αὐτὸν κάποιοι τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων λέγοντες: «διδάσκαλε, θέλουμε ἀπὸ σένα σημεῖο νὰ δοῦμε». 39 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοὺς εἶπε: «γενεὰ πονηρὴ καὶ μοιχαλίδα σημεῖο ἐπιζητᾷ, καὶ σημεῖο δὲν θὰ δοθεῖ σ᾿ αὐτὴν παρὰ μόνο τὸ σημεῖο τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. 40 Διότι ὅπως ἦταν ὁ Ἰωνᾶς στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύκτες, ἔτσι θὰ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν καρδιὰ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύκτες. 41 Ἄνδρες Νινευῖτες θὰ ἐγερθοῦν στὴν κρίση μὲ τῆς γενεᾶς τούτης καὶ θὰ τὴν κατακρίνουν, διότι μετενόησαν στὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλιότερο τοῦ Ἰωνᾶ εἶναι ἐδῶ. 42 Βασίλισσα νότου θὰ ἐγερθεῖ στὴν κρίση μὲ τῆς γενεᾶς τούτης καὶ θὰ τὴν κατακρίνει, διότι ἦρθε ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς νὰ ἀκούσει τὴ σοφία Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλιότερο τοῦ Σολομῶνος εἶναι ἐδῶ. 43 Ὅταν δὲ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ἐξέλθει ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων καὶ ζητᾷ ἀνάπαυση καὶ δὲν βρίσκει. 44 Τότε λέει: “στὸν οἶκό μου θὰ ἐπιστρέψω ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθα”· καὶ ἐλθὸν τὸν βρίσκει κενό, καθαρισμένο καὶ στολισμένο. 45 Τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μαζί του ἑπτὰ ἄλλα πνεύματα πονηρότερα ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ εἰσελθόντα κατοικοῦν ἐκεῖ· καὶ γίνονται τὰ ὕστερα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χειρότερα τῶν πρώτων. Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ στὴ γενεὰ τούτη τὴν πονηρή». 46 Ἀκόμη αὐτοῦ ὁμιλοῦντος στοὺς ὄχλους, ἰδοὺ ἡ μητέρα καὶ οἱ ἀδερφοί του εἶχαν σταθεῖ ἔξω ζητοῦντες σ᾿ αὐτὸν νὰ μιλήσουν. 47 Εἶπε δὲ κάποιος σ᾿ αὐτόν: «ἰδοὺ ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδερφοί σου ἔξω ἔχουν σταθεῖ ζητοῦντες νὰ σοῦ μιλήσουν». 48 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε στὸν λέγοντα σ᾿ αὐτόν: «ποιός εἶναι ἡ μητέρα μου καὶ ποιοί εἶναι οἱ ἀδερφοί μου»; 49 Καὶ ἐκτείνας τὸ χέρι του ἐπὶ τοὺς μαθητές του εἶπε: «ἰδοὺ ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδερφοί μου. 50 Διότι ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ οὐρανίου, αὐτὸς μοῦ εἶναι ἀδερφός καὶ ἀδερφὴ καὶ μητέρα.
[13] 1 Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐκ τῆς οἰκίας καθόταν παρὰ τὴ θάλασσα· 2 καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸς σὲ πλοῖο εἰσελθὼν νὰ κάθεται, καὶ ὅλος ὁ ὄχλος εἶχε σταθεῖ ἐπὶ τὸν αἰγιαλό. 3 Καὶ μίλησε σ᾿ αὐτοὺς πολλὰ μὲ παραβολὲς λέγων: «ἰδοὺ ἐξῆλθε ὁ σπείρων γιὰ νὰ σπείρει. 4 Καὶ μὲ τὸ νὰ σπείρει αὐτὸς κάποια μὲν ἔπεσαν παρὰ τὴν ὁδό, καὶ ἐλθόντα τὰ πτηνὰ τὰ κατέφαγαν. 5 Ἄλλα δὲ ἔπεσαν ἐπὶ τὰ πετρώδη ὅπου δὲν εἶχε γῆ πολλή, καὶ ἀμέσως ἀνέβηκαν γιὰ τὸ ὅτι δὲν εἶχε βάθος γῆς· 6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ὑπερθερμάνθηκαν, καὶ γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ῥίζα ξηράνθηκαν. 7 Ἄλλα δὲ ἔπεσαν ἐπὶ τὶς ἄκανθες, καὶ ἀνέβηκαν οἱ ἄκανθες καὶ τὰ ἔπνιξαν. 8 Ἄλλα δὲ ἔπεσαν ἐπὶ τὴ γῆ τὴν καλὴ καὶ ἔδινε καρπό, τὸ ἕνα μὲν ἑκατόν, τὸ ἄλλο δὲ ἑξῆντα, τὸ ἄλλο δὲ τριάντα. 9 Ὁ ἔχων αὐτιὰ ἂς ἀκούει». 10 Καὶ προσελθόντες οἱ μαθητὲς τοῦ εἶπαν: «γιατί μὲ παραβολὲς μιλᾷς σ᾿ αὐτούς»; 11 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοὺς εἶπε: «διότι σὲ σᾶς ἔχει δοθεῖ νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, σὲ ἐκείνους δὲ δὲν ἔχει δοθεῖ. 12 Διότι ὅποιος ἔχει, θὰ δοθεῖ σ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ τοῦ περισσέψουν· ὅποιος δὲ δὲν ἔχει, καὶ ὅ,τι ἔχει θὰ παρθεῖ ἀπ᾿ αὐτοῦ. 13 Γιὰ τοῦτο μὲ παραβολὲς σ᾿ αὐτοὺς μιλῶ, διότι βλέποντες δὲν βλέπουν καὶ ἀκούοντες δὲν ἀκοῦνε οὔτε καταλαβαίνουν, 14 καὶ ἐπαληθεύεται μ᾿ αὐτοὺς ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου ἡ λέγουσα: <μὲ ἀκοὴ θὰ ἀκούσετε καὶ δὲν θὰ καταλάβετε, καὶ βλέποντες θὰ βλέπετε καὶ δὲν θὰ δεῖτε. 15 Διότι παχύνθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ βαρέως ἄκουσαν καὶ τὰ μάτια τους ἔκλεισαν, μήποτε δοῦν μὲ τὰ μάτια καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ ἀκούσουν καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καταλάβουν καὶ ἐπιστρέψουν καὶ τοὺς ἰατρεύσω>. 16 Ἐσᾶς δὲ μακάρια εἶναι τὰ μάτια διότι βλέπουν, καὶ τὰ αὐτιά σας διότι ἀκοῦνε. 17 Διότι ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε καὶ δὲν εἶδαν, καὶ νὰ ἀκούσουν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε καὶ δὲν ἄκουσαν. 18 Ἐσεῖς λοιπὸν ἀκούσατε τὴν παραβολὴ τοῦ σπείραντος. 19 Καθενὸς ἀκούοντος τὸ λόγο τῆς βασιλείας καὶ δὲν καταλαβαίνει, ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ ἁρπάζει τὸ σπαρμένο στὴν καρδιά του, τοῦτος εἶναι ὁ παρὰ τὴν ὁδὸ σπαρθείς. 20 Ὁ δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπαρθείς, τοῦτος εἶναι ὁ τὸ λόγο ἀκούων καὶ ἀμέσως μὲ χαρὰ λαμβάνων αὐτόν, 21 δὲν ἔχει δὲ ῥίζα μέσα του ἀλλὰ εἶναι πρόσκαιρος, γενομένης δὲ θλίψεως ἢ διωγμοῦ γιὰ τὸ λόγο ἀμέσως σκανδαλίζεται. 22 Ὁ δὲ στὶς ἄκανθες σπαρθείς, τοῦτος εἶναι ὁ τὸ λόγο ἀκούων, καὶ ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸ λόγο καὶ ἄκαρπος γίνεται. 23 Ὁ δὲ ἐπὶ τὴν καλὴ γῆ σπαρθείς, τοῦτος εἶναι ὁ τὸ λόγο ἀκούων καὶ ἐννοήσας, ὁ ὁποῖος μάλιστα καρποφορεῖ καὶ κάνει τὸ ἕνα μὲν ἑκατόν, τὸ ἄλλο δὲ ἑξῆντα, τὸ ἄλλο δὲ τριάντα». 24 Ἄλλη παραβολὴ παρέθεσε σ᾿ αὐτοὺς λέγων: «παρομοιάστηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἄνθρωπο σπείραντα καλὸ σπόρο στὸν ἀγρό του. 25 Κατὰ δὲ ποὺ κοιμόνταν οἱ ἄνθρωποι, ἦρθε ὁ ἐχθρός του καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσο τοῦ σίτου καὶ ἀπῆλθε. 26 Ὅταν βλάστησε δὲ τὸ χόρτο καὶ ἔκανε καρπό, τότε φάνηκαν καὶ τὰ ζιζάνια. 27 Προσελθόντες δὲ οἱ δούλοι τοῦ οἰκοδεσπότου τοῦ εἶπαν: “κύριε, καλὸ σπόρο δὲν ἔσπειρες στὸν ἀγρό σου; ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχει ζιζάνια”; 28 Ὁ δὲ εἶπε σ᾿ αὐτούς: “ἐχθρὸς ἄνθρωπος ἔκανε τοῦτο”. Οἱ δὲ δούλοι τοῦ λένε: “θέλεις λοιπὸν ἀπελθόντες νὰ τὰ συλλέξουμε”; 29 Ὁ δὲ εἶπε: “ὄχι, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσετε μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὸ σῖτο. 30 Ἀφῆστε νὰ συναυξάνονται και τὰ δύο ἕως τοῦ θερισμοῦ, καὶ στὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ θὰ πῶ στοὺς θεριστές: ‘συλλέξετε πρῶτα τὰ ζιζάνια καὶ δέσετέ τα σὲ δέσμες γιὰ νὰ τὰ κατακάψετε, τὸ δὲ σῖτο μαζέψετε στὴν ἀποθήκη μου’”». 31 Ἄλλη παραβολὴ παρέθεσε σ᾿ αὐτοὺς λέγων: «ὁμοία εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ κόκκο σιναπιοῦ, τὸν ὁποῖο λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρε στὸν ἀγρό του· 32 τὸ ὁποῖο μικρότερο μὲν εἶναι ὅλων τῶν σπόρων, ὅταν δὲ αὐξηθεῖ, μεγαλύτερο τῶν λαχανικῶν εἶναι καὶ γίνεται δένδρο, ὥστε νὰ ἔρχονται τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ κατασκηνώνουν στὰ κλαδιά του». 33 Ἄλλη παραβολὴ μίλησε σ᾿ αὐτούς: «ὁμοία εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ προζύμι, τὸ ὁποῖο λαβοῦσα γυναῖκα ἐνσωμάτωσε σὲ εἴκοσι κιλὰ ἀλεύρι, ἕως ὅτου ζυμώθηκε ὅλο». 34 Τοῦτα ὅλα μίλησε ὁ Ἰησοῦς μὲ παραβολὲς στοὺς ὄχλους καὶ χωρὶς παραβολῆς τίποτε δὲν μιλοῦσε σ᾿ αὐτούς, 35 ὅπως νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος: <θὰ ἀνοίξω μὲ παραβολὲς τὸ στόμα μου, θὰ ἐκστομίσω κρυμμένα ἀπὸ καταβολῆς κόσμου>. 36 Τότε ἀφήσας τοὺς ὄχλους ἦρθε στὴν οἰκία. Καὶ προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του λέγοντες: «ἑρμήνευσέ μας τὴν παραβολὴ τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ». 37 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «ὁ σπείρων τὸν καλὸ σπόρο εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, 38 ὁ δὲ ἀγρὸς εἶναι ὁ κόσμος, ὁ δὲ καλὸς σπόρος, τοῦτοι εἶναι οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας· τὰ δὲ ζιζάνια εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ, 39 ὁ δὲ ἐχθρὸς ποὺ τὰ ἔσπειρε εἶναι ὁ διάβολος, ὁ δὲ θερισμὸς εἶναι ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος, οἱ δὲ θεριστὲς εἶναι ἄγγελοι. 40 Ὅπως λοιπὸν συλλέγονται τὰ ζιζάνια καὶ σὲ φωτιὰ κατακαίγονται, ἔτσι θὰ εἶναι στὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος· 41 θὰ ἀποστείλει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους του, καὶ θὰ συλλέξουν ἐκ τῆς βασιλείας του ὅλα τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς πράττοντες τὴν ἀνομία 42 καὶ θὰ τοὺς ῥίψουν στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. 43 Τότε οἱ δίκαιοι θὰ ἐκλάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος στὴ βασιλεία τοῦ Πατρός τους. Ὁ ἔχων αὐτιὰ ἂς ἀκούει. 44 Ὁμοία εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ θησαυρὸ κρυμμένο στὸν ἀγρό, τὸν ὁποῖο βρῆκε ἄνθρωπος καὶ ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ τῆς χαρᾶς του πάει καὶ πωλεῖ ὅλα ὅσα ἔχει καὶ ἀγοράζει τὸν ἀγρὸ ἐκεῖνο. 45 Πάλι ὁμοία εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἄνθρωπο ἔμπορο ζητοῦντα καλὰ μαργαριτάρια· 46 ἀφοῦ βρεῖ δὲ ἕνα πολύτιμο μαργαριτάρι, ἀπελθὼν ἔχει πουλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ τὸ ἀγόρασε. 47 Πάλι ὁμοία εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ μεγάλο δίκτυ ῥιφθὲν στὴ θάλασσα καὶ συμμάζεψε ἀπὸ κάθε γένους· 48 τὸ ὁποῖο ὅταν γέμισε τὸ ἀνέβασαν ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸ καὶ καθίσαντες συνέλεξαν τὰ καλὰ σὲ ἀγγεῖα, τὰ δὲ σαπρὰ ἔριψαν ἔξω. 49 Ἔτσι θὰ εἶναι στὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος· θὰ ἐξέλθουν οἱ ἄγγελοι καὶ θὰ διαχωρίσουν τοὺς κακοὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων 50 καὶ θὰ τοὺς ῥίψουν στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. 51 Καταλάβατε ὅλα τοῦτα»; Λένε σ᾿ αὐτόν: «ναί». 52 Ὁ δὲ τοὺς εἶπε: «γιὰ τοῦτο κάθε ἐγγράμματος μαθητευθεὶς τὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅμοιος εἶναι μὲ ἄνθρωπο οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ του καινούργια καὶ παλαιά». 53 Καὶ ὅταν τελείωσε ὁ Ἰησοῦς τὶς παραβολὲς τοῦτες, μετατέθηκε ἀπὸ ἐκεῖ. 54 Καὶ ἐλθὼν στὴν πατρίδα του τοὺς δίδασκε στὴ συναγωγή τους, ὥστε νὰ ἐκπλήσσονται αὐτοὶ καὶ νὰ λένε: «ἀπὸ ποῦ σὲ τοῦτον ἡ σοφία τούτη καὶ οἱ δυνάμεις; 55 τοῦτος δὲν εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ ξυλουργοῦ; δὲν λέγεται ἡ μητέρα του Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδερφοί του Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; 56 καὶ οἱ ἀδερφές του δὲν εἶναι ὅλες πρὸς ἐμᾶς; ἀπὸ ποῦ λοιπὸν σὲ τοῦτον ὅλα τοῦτα»; 57 Καὶ σκανδαλίζονταν μ᾿ αὐτόν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «δὲν εἶναι προφήτης ἄτιμος παρὰ μόνο στὴν πατρίδα καὶ στὴν οἰκία του». 58 Καὶ δὲν ἔκανε ἐκεῖ δυνάμεις πολλὲς γιὰ τὴν ἀπιστία τους.
[14] 1 Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἄκουσε ὁ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴ τοῦ Ἰησοῦ, 2 καὶ εἶπε στοὺς δούλους του: «τοῦτος εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἐγέρθηκε ἀπὸ τῶν νεκρῶν καὶ γιὰ τοῦτο οἱ δυνάμεις ἐνεργοῦν σ᾿ αὐτόν». 3 Διότι ὁ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννη τὸν ἔδεσε καὶ στὴ φυλακὴ ἀπέθεσε, διὰ τὴν Ἡρῳδιάδα τὴ γυναῖκα τοῦ Φιλίππου τοῦ ἀδερφοῦ του· 4 διότι ἔλεγε ὁ Ἰωάννης σ᾿ αὐτόν: «δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχεις αὐτήν». 5 Καὶ θέλων αὐτὸν νὰ θανατώσει φοβήθηκε τὸν ὄχλο, διότι ὡς προφήτη τὸν εἶχαν. 6 Σὲ γενέθλια δὲ γενόμενα τοῦ Ἡρῴδου, χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος στὸ μέσο καὶ ἄρεσε στὸν Ἡρῴδη, 7 ἀπ᾿ ὅπου μὲ ὅρκου ὁμολόγησε σ᾿ αὐτὴν νὰ δώσει ὅ,τι αἰτηθεῖ. 8 ῾Η δὲ προτρεπομένη ὑπὸ τῆς μητρός της, λέει: «δώσε σὲ μένα ἐδῶ, ἐπάνω σὲ πιάτο τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ». 9 Καὶ λυπηθεὶς ὁ βασιλέας γιὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συγκαθημένους παρήγγειλε νὰ δοθεῖ, 10 καὶ πέμψας ἀποκεφάλισε τὸν Ἰωάννη στὴ φυλακή. 11 Καὶ φέρθηκε τὸ κεφάλι του ἐπάνω σὲ πιάτο καὶ δόθηκε στὸ κορίτσι, καὶ ἔφερε στὴ μητέρα της. 12 Καὶ προσελθόντες οἱ μαθητές του πῆραν τὸ πτῶμα καὶ τὸν ἔθαψαν καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν στὸν Ἰησοῦ. 13 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ πλοῖο σὲ ἔρημο τόπο μοναχός· καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι τὸν ἀκολούθησαν πεζῶς ἀπὸ τῶν πόλεων. 14 Καὶ ἐξελθὼν εἶδε πολὺ ὄχλο καὶ τοὺς σπλαχνίστηκε καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους τους. 15 Ὅταν ἔφτασε τὸ δειλινό, προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητὲς λέγοντες: «ἔρημος εἶναι ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθε· διῶξε τοὺς ὄχλους, ὥστε ἀπελθόντες στὰ χωριὰ νὰ ἀγοράσουν για τοὺς ἑαυτούς τους τρόφιμα». 16 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀπέλθουν, δῶστέ τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε». 17 Οἱ δὲ λένε σ᾿ αὐτόν: «δὲν ἔχουμε ἐδῶ παρὰ μόνο πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια». 18 Ὁ δὲ εἶπε: «φέρετέ τα σὲ μένα ἐδῶ». 19 Καὶ παραγγείλας στοὺς ὄχλους νὰ καθίσουν ἐπὶ τοῦ χόρτου, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἀναβλέψας στὸν οὐρανὸ εὐλόγησε, καὶ κόψας ἔδωσε στοὺς μαθητὲς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθητὲς στοὺς ὄχλους. 20 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν, καὶ πῆραν τὸ περισσεῦον τῶν κομματιῶν δώδεκα κοφίνια πλήρη. 21 Οἱ δὲ τρώγοντες ἦταν ἄνδρες ὡσὰν πέντε χιλιάδες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδιῶν. 22 Καὶ ἀμέσως ἀνάγκασε τοὺς μαθητὲς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ πᾶνε στὴν ἄλλη ὄχθη πρὶν ἀπὸ αὐτόν, ἕως ὅτου νὰ διώξει τοὺς ὄχλους. 23 Καὶ ἀφοῦ ἔδιωξε τοὺς ὄχλους, ἀνέβηκε στὸ ὄρος μοναχὸς νὰ προσευχηθεῖ. Ἑσπέρας δὲ γενομένης, μόνος ἦταν ἐκεῖ. 24 Τὸ δὲ πλοῖο ἤδη στάδια πολλὰ ἀπὸ τῆς γῆς ἀπεῖχε, βασανιζόμενο ὑπὸ τῶν κυμάτων, διότι ἦταν ἐνάντιος ὁ ἄνεμος. 25 Τὰ δὲ ξημερώματα ἦρθε πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τὴ θάλασσα. 26 Οἱ δὲ μαθητὲς ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης περιπατοῦντα ταράχθηκαν, λέγοντες ὅτι: «φάντασμα εἶναι», καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. 27 Ἀμέσως μίλησε δὲ ὁ Ἰησοῦς σ᾿ αὐτοὺς λέγων: «θαρσεῖτε, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβᾶστε». 28 Ἀποκριθεὶς δὲ σ᾿ αὐτὸν ὁ Πέτρος εἶπε: «Κύριε, ἂν εἶσαι ἐσύ, διάταξέ με νὰ ἔρθω πρὸς ἐσένα ἐπὶ τὰ νερά». 29 Ὁ δὲ εἶπε: «ἔλα». Καὶ κατέβηκε ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος καὶ περπάτησε ἐπὶ τὰ νερὰ καὶ ἦρθε πρὸς τὸν Ἰησοῦ. 30 Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμο ἰσχυρὸ φοβήθηκε, καὶ ἀρχίσας νὰ καταποντίζεται ἔκραξε λέγων: «Κύριε, σῶσέ με». 31 Ἀμέσως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὸ χέρι τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ λέει: «ὀλιγόπιστε, σὲ τί δίστασες»; 32 Καὶ ἀφοῦ ἀνέβηκαν στὸ πλοῖο κόπασε ὁ ἄνεμος. 33 Οἱ δὲ στὸ πλοῖο προσκύνησαν αὐτὸν λέγοντες: «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶσαι». 34 Καὶ διαπεράσαντες ἦρθαν ἐπὶ τὴ γῆ, στὴ Γεννησαρέτ. 35 Καὶ ἀναγνωρίσαντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν σ᾿ ὅλη τὴν περίχωρο ἐκείνη καὶ προσέφεραν σ᾿ αὐτὸν ὅλους τοὺς πάσχοντες, 36 καὶ τὸν παρακαλοῦσαν ὥστε μόνο νὰ ἀγγίξουν τοῦ ἄκρου τοῦ ἱματίου του· καὶ ὅσοι ἄγγιξαν διασώθηκαν.
[15] 1 Τότε προσέρχονται στὸν Ἰησοῦ ἀπὸ Ἰεροσολύμων Φαρισαίοι καὶ γραμματεῖς λέγοντες: 2 «γιατί οἱ μαθητές σου παραβαίνουν τὴν παράδοση τῶν πρεσβυτέρων; ἐπειδὴ δὲν νίπτουν τὰ χέρια τους ὅταν τρῶνε ἄρτο». 3 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοὺς εἶπε: «γιατί καὶ ἐσεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν παράδοσή σας; 4 διότι ὁ Θεὸς εἶπε: <τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα>, καὶ: <ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα μὲ θάνατο νὰ πεθάνει>. 5 Ἐσεῖς δὲ λέτε: “ὅποιος πεῖ στὸν πατέρα ἢ στὴ μητέρα: ‘δῶρο εἶναι ὅ,τι ἀπὸ μένα ὠφεληθεῖς’”, 6 δὲν θὰ τιμήσει τὸν πατέρα του· καὶ ἀκυρώσατε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν παράδοσή σας. 7 Ὑποκριτές, καλῶς προφήτεψε γιὰ σᾶς ὁ Ἠσαΐας λέγων: 8 <ὁ λαὸς τοῦτος μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾷ, ἡ δὲ καρδιά τους μακρὰν ἀπέχει ἀπὸ μένα· 9 ματαίως δὲ μὲ λατρεύουν, διδάσκοντες διδασκαλίες ἐντάλματα ἀνθρώπων>». 10 Καὶ προσκαλέσας τὸν ὄχλο τοὺς εἶπε: «ἀκοῦτε καὶ καταλάβετε· 11 δὲν μολύνει τὸ εἰσερχόμενο στὸ στόμα τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενο ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο μολύνει τὸν ἄνθρωπο». 12 Τότε προσελθόντες οἱ μαθητὲς λένε σ᾿ αὐτόν: «ξέρεις ὅτι οἱ Φαρισαίοι ἀκούσαντες τὸ λόγο σκανδαλίστηκαν»; 13 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «κάθε φυτεία τὴν ὁποία δὲν φύτεψε ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος θὰ ἐκριζωθεῖ. 14 Ἀφῆστε αὐτούς· τυφλοὶ εἶναι ὁδηγοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸ ἐὰν ὁδηγεῖ, καὶ οἱ δύο σὲ βόθρο θὰ πέσουν». 15 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «ἐξήγησέ μας τὴν παραβολὴ τούτη». 16 Ὁ δὲ εἶπε: «ἀκόμα καὶ ἐσεῖς ἀσύνετοι εἶστε; 17 δὲν καταλαβαίνετε ὅτι καθετὶ τὸ εἰσπορευόμενο στὸ στόμα, στὴν κοιλιὰ μπαίνει καὶ στὸ ἀποχωρητήριο ἐκβάλλεται; 18 τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος, ἐκ τῆς καρδιᾶς ἐξέρχονται, καὶ ἐκεῖνα μολύνουν τὸν ἄνθρωπο. 19 Διότι ἐκ τῆς καρδιᾶς ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. 20 Τοῦτα εἶναι τὰ μολύνοντα τὸν ἄνθρωπο, τὸ δὲ μὲ ἄπλυτα χέρια νὰ φᾶνε δὲν μολύνει τὸν ἄνθρωπο». 21 Καὶ ἐξελθὼν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀναχώρησε γιὰ τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 22 Καὶ ἰδοὺ γυναῖκα Χαναναία ἀπὸ τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἐξελθοῦσα ἔκραζε λέγουσα: «ἐλέησέ με, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυίδ· ἡ κόρη μου κακῶς δαιμονίζεται». 23 Ὁ δὲ δὲν ἀποκρίθηκε σ᾿ αὐτὴν λόγο. Καὶ προσελθόντες οἱ μαθητές του τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντες: «διῶξέ την, διότι κράζει πίσω μας». 24 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «δὲν ἀποστάλθηκα παρὰ μόνο στὰ πρόβατα τὰ χαμένα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ». 25 Ἡ δὲ ἐλθοῦσα τὸν προσκυνοῦσε λέγουσα: «Κύριε, βοήθα με». 26 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «δὲν εἶναι καλὸ νὰ λάβω τὸν ἄρτο τῶν τέκνων καὶ νὰ ῥίψω στὰ σκυλιά». 27 Ἡ δὲ εἶπε: «ναί, Κύριε, ἐπειδὴ καὶ τὰ σκυλιὰ τρῶνε ἀπὸ τῶν ψίχουλων τῶν πεσόντων ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». 28 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε: «ὦ γυναῖκα, μεγάλη ἡ πίστη σου· ἂς σοῦ γίνει ὅπως θέλεις». Καὶ ἰατρεύτηκε ἡ κόρη της ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 29 Καὶ ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἦρθε παρὰ τὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος καὶ καθόταν ἐκεῖ. 30 Καὶ προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν ὄχλοι πολλοὶ ἔχοντες μαζί τους χωλούς, τυφλούς, κουλούς, βουβούς, καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ τοὺς ἔριψαν παρὰ τὰ πόδια του, καὶ τοὺς θεράπευσε· 31 ὥστε ὁ ὄχλος νὰ θαυμάσει βλέποντες βουβοὺς ὁμιλοῦντες, κουλοὺς ὑγιεῖς καὶ χωλοὺς περιπατοῦντες καὶ τυφλοὺς βλέποντες· καὶ δόξασαν τὸ Θεὸ τοῦ ᾿Ισραήλ. 32 Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλέσας τοὺς μαθητές του εἶπε: «σπλαχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλο, διότι ἤδη ἡμέρες τρεῖς προσμένουν σὲ μένα καὶ δὲν ἔχουν τὶ νὰ φᾶνε· καὶ νὰ τοὺς διώξω νηστικοὺς δὲν θέλω, μήποτε παραλύσουν στὴν ὁδό». 33 Καὶ λένε σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές: «πῶς σὲ μᾶς στὴν ἐρημιὰ νὰ βρεθοῦν τόσοι ἄρτοι γιὰ νὰ χορτάσουν τόσο ὄχλο»; 34 Καὶ λέει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «πόσους ἄρτους ἔχετε»; Οἱ δὲ εἶπαν: «ἑπτὰ καὶ λίγα ψαράκια». 35 Καὶ παραγγείλας στὸν ὄχλο νὰ πέσει ἐπὶ τὴ γῆ, 36 ἔλαβε τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τὰ ψάρια καὶ εὐχαριστήσας ἔκοψε καὶ ἔδινε στοὺς μαθητές, οἱ δὲ μαθητὲς στοὺς ὄχλους. 37 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν. Καὶ ἀπὸ τὸ περισσεῦον τῶν κομματιῶν πῆραν ἑπτὰ καλάθια πλήρη. 38 Οἱ δὲ τρώγοντες ἦταν τέσσερις χιλιάδες ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδιῶν. 39 Καὶ ἀφοῦ ἔδιωξε τοὺς ὄχλους, μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἦρθε στὴν περιοχὴ Μαγαδάν.
[16] 1 Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι δοκιμάζοντες τοῦ ἐπιζήτησαν σημεῖο ἐκ τοῦ οὐρανοῦ νὰ ὑποδείξει σ᾿ αὐτούς. 2 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοὺς εἶπε: «ἑσπέρας γενομένης λέτε: “καλοκαιρία”, διότι κοκκινίζει ὁ οὐρανός· 3 καὶ τὸ πρωί: “σήμερα χειμῶνας”, διότι κοκκινίζει συννεφιασμένος ὁ οὐρανός. Τὸ μὲν πρόσωπο τοῦ οὐρανοῦ γνωρίζετε νὰ διακρίνετε, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν δὲν μπορεῖτε; 4 γενεὰ πονηρὴ καὶ μοιχαλίδα σημεῖο ἐπιζητᾷ, καὶ σημεῖο δὲν θὰ δοθεῖ σ᾿ αὐτὴν παρὰ μόνο τὸ σημεῖο τοῦ Ἰωνᾶ». Καὶ ἐγκαταλείψας αὐτοὺς ἀπῆλθε. 5 Καὶ ἐλθόντες στὴν ἄλλη ὄχθη οἱ μαθητὲς ξέχασαν ἄρτους νὰ πάρουν. 6 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «βλέπετε καὶ προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων». 7 Οἱ δὲ διαλογίζονταν μεταξύ τους λέγοντες ὅτι: «ἄρτους δὲν πήραμε». 8 Γνωρίσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «τί διαλογίζεστε μεταξύ σας, ὀλιγόπιστοι, ὅτι ἄρτους δὲν ἔχετε; 9 ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε, οὔτε θυμᾶστε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πέντε χιλιάδων καὶ πόσα κοφίνια πήρατε; 10 οὔτε τοὺς ἑπτὰ ἄρτους τῶν τεσσάρων χιλιάδων καὶ πόσα καλάθια πήρατε; 11 πῶς δὲν καταλαβαίνετε ὅτι δὲν σᾶς εἶπα γιὰ ἄρτους; προσέχετε δὲ ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων». 12 Τότε κατάλαβαν ὅτι δὲν εἶπε νὰ προσέχουν ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν ἄρτων ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. 13 Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς στὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου, ῥωτοῦσε τοὺς μαθητές του λέγων: «ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»; 14 Οἱ δὲ εἶπαν: «οἱ μὲν ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, ἄλλοι δὲ ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δὲ ὁ Ἰερεμίας ἢ ἕνας τῶν προφητῶν». 15 Λέει δὲ σ᾿ αὐτούς: «ἐσεῖς δὲ ποιός λέτε ὅτι εἶμαι»; 16 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων ὁ Πέτρος εἶπε: «ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». 17 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «μακάριος εἶσαι, Σίμων Βαριωνᾶ, διότι σάρκα καὶ αἷμα δὲν σοῦ τὸ ἀποκάλυψε ἀλλ᾿ ὁ Πατέρας μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. 18 Καὶ ἐγὼ σοῦ λέω δέ, ὅτι ἐσὺ εἶσαι Πέτρος, καὶ ἐπάνω σὲ τούτη τὴν πέτρα θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου, καὶ πύλες ᾅδου δὲν θὰ κατισχύσουν αὐτῆς. 19 Θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὅ,τι δέσεις ἐπὶ τῆς γῆς θὰ εἶναι δεμένο στοὺς οὐρανούς, καὶ ὅ,τι λύσεις ἐπὶ τῆς γῆς θὰ εἶναι λυμένο στοὺς οὐρανούς». 20 Τότε διέταξε τοὺς μαθητὲς γιὰ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. 21 Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ ὑποδεικνύει στοὺς μαθητές του ὅτι πρέπει αὐτὸς στὰ Ἰεροσόλυμα νὰ ἀπέλθει καὶ πολλὰ νὰ πάθει ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ νὰ θανατωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα νὰ ἐγερθεῖ. 22 Καὶ προσλαβὼν αὐτὸν ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ τὸν ἐπιτιμᾷ, λέγων: «ἵλεως σὲ σένα, Κύριε· μὴ σοῦ γίνει τοῦτο». 23 Ὁ δὲ στραφεὶς εἶπε στὸν Πέτρο: «φύγε πίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλό μου εἶσαι, διότι δὲν φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». 24 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στοὺς μαθητές του: «ἂν κάποιος θέλει πίσω μου νὰ ἔρθει, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ νὰ μὲ ἀκολουθεῖ. 25 Διότι ὅποιος θέλει τὴν ψυχή του νὰ σώσει θὰ τὴ χάσει· ὅποιος χάσει δὲ τὴν ψυχή του ἕνεκέν μου θὰ τὴ βρεῖ. 26 Ἐπειδὴ τί θὰ ὠφεληθεῖ ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμο ὅλο κερδίσει τὴ δὲ ψυχή του ζημιωθεῖ; ἢ τί θὰ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του; 27 διότι μέλλει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατρός του μὲ τῶν ἀγγέλων του, καὶ τότε θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὴν πράξη του. 28 Ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι εἶναι κάποιοι τῶν ἐδῶ ἱσταμένων οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θανάτου ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενο μὲ τὴ βασιλεία του».
[17] 1 Καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι ἡμέρες παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀδερφό του, καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ ἰδιαιτέρως. 2 Καὶ μεταμορφώθηκε ἐμπρός τους, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. 3 Καὶ ἰδοὺ φάνηκε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας συνομιλοῦντες μ᾿ αὐτόν. 4 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλὸ εἶναι γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε ἐδῶ· ἂν θέλεις, νὰ φτιάξω ἐδῶ τρεῖς σκηνές, γιὰ σένα μία καὶ γιὰ τὸ Μωυσῆ μία καὶ γιὰ τὸν Ἠλία μία». 5 Ἀκόμη αὐτοῦ ὁμιλοῦντος, ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ τοὺς ἐπισκίασε, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα: «τοῦτος εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, μὲ τὸν ὁποῖο εὐδόκησα· ἀκοῦτε αὐτοῦ». 6 Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθητὲς ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπό τους καὶ φοβήθηκαν σφόδρα. 7 Καὶ προσῆλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀγγίξας αὐτῶν εἶπε: «ἐγερθεῖτε καὶ μὴ φοβᾶστε». 8 Σηκώσαντες δὲ τὰ μάτια τους κανέναν δὲν εἶδαν παρὰ μόνο αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ μόνο. 9 Καὶ ἐνῶ κατέβαιναν ἐκ τοῦ ὄρους διέταξε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων: «σὲ κανέναν μὴν πεῖτε τὸ ὅραμα ἕως ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν». 10 Καὶ τὸν ῥώτησαν οἱ μαθητὲς λέγοντες: «τί λένε λοιπὸν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Ἠλίας πρέπει νὰ ἔρθει πρῶτα»; 11 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «ὁ Ἠλίας μὲν ἔρχεται καὶ θὰ τὰ ἀποκαταστήσει ὅλα· 12 λέω δὲ σὲ σᾶς ὅτι ὁ Ἠλίας ἤδη ἦρθε, καὶ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν ἀλλ᾿ ἔκαναν σ᾿ αὐτὸν ὅσα θέλησαν· ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει νὰ πάθει ὑπ᾿ αὐτῶν». 13 Τότε κατάλαβαν οἱ μαθητὲς ὅτι περὶ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ τοὺς εἶπε. 14 Καὶ ἐλθόντων πρὸς τὸν ὄχλο προσῆλθε σ᾿ αὐτὸν ἄνθρωπος γονατίζων σ᾿ αὐτὸν 15 καὶ λέγων: «Κύριε, ἐλέησέ μου τὸν υἱό, διότι σεληνιάζεται καὶ κακοπαθεῖ· διότι πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ πολλὲς φορὲς στὸ νερό. 16 Καὶ ἔφερα αὐτὸν πρὸς τοὺς μαθητές σου, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν». 17 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνεχθῶ; φέρετέ τον σὲ μένα ἐδῶ». 18 Καὶ τὸν ἐπιτίμησε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐξῆλθε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιο καὶ θεραπεύτηκε ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 19 Τότε προσελθόντες οἱ μαθητὲς στὸν Ἰησοῦ ἰδιαιτέρως εἶπαν: «γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ ἐκβάλουμε»; 20 Ὁ δὲ λέει σ᾿ αὐτούς: «γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία σας· διότι ἀληθῶς σᾶς λέω, ἐὰν ἔχετε πίστη ὡς κόκκο σινάπεως, θὰ πεῖτε στὸ ὄρος τοῦτο: “μετακινήσου ἀπὸ ἐδῶ, ἐκεῖ”, καὶ θὰ μετακινηθεῖ· καὶ τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο σὲ σᾶς». 22 Καὶ συγκεντρωμένων αὐτῶν στὴ Γαλιλαία εἶπε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «μέλλει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδίδεται σὲ χέρια ἀνθρώπων, 23 καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἐγερθεῖ». Καὶ λυπήθηκαν σφόδρα. 24 Ἐλθόντων δὲ αὐτῶν στὴν Καφαρναούμ, προσῆλθαν οἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες στὸν Πέτρο, καὶ εἶπαν: «ὁ διδάσκαλός σας δὲν ἐξοφλεῖ τὰ δίδραχμα»; 25 Λέει: «ναί». Καὶ ὅταν ἦρθε στὴν οἰκία τὸν πρόφτασε ὁ Ἰησοῦς, λέγων: «τί σοῦ φαίνεται, Σίμων; οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ ποιῶν λαμβάνουν φόρο ἢ χαράτσι; ἀπὸ τῶν υἱῶν τους ἢ ἀπὸ τῶν ξένων»; 26 Εἰπόντος δέ, ἀπὸ τῶν ξένων, εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «ἄρα λοιπὸν ἐλεύθεροι εἶναι οἱ υἱοί. 27 Γιὰ νὰ μὴν τοὺς σκανδαλίσουμε ὅμως, πορευθεὶς στὴ θάλασσα ῥίξε ἀγκίστρι καὶ τὸ πρῶτο ψάρι ποὺ θὰ ἀνέβει, πιάσε, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα του θὰ βρεῖς στατῆρα· ἐκεῖνον λαβὼν δῶσε σ᾿ αὐτοὺς γιὰ μένα καὶ σένα».
[18] 1 Ἐκείνη τὴν ὥρα προσῆλθαν οἱ μαθητὲς στὸν Ἰησοῦ λέγοντες: «ποιός ἄραγε εἶναι μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»; 2 Καὶ προσκαλέσας παιδὶ ἔστησε αὐτὸ ἀνάμεσά τους 3 καὶ εἶπε: «ἀληθῶς σᾶς λέω, ἐὰν δὲν στραφεῖτε καὶ γίνετε ὅπως τὰ παιδιά, δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 4 Ὅποιος λοιπὸν ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του ὅπως τὸ παιδὶ τοῦτο, τοῦτος εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 5 Καὶ ὅποιος δεχθεῖ ἕνα παιδὶ τέτοιο στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται. 6 Ὅποιος δὲ σκανδαλίσει ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων σὲ μένα, συμφέρει σ᾿ αὐτὸν ὥστε νὰ κρεμαστεῖ μύλος ὀνικὸς περὶ τὸν τράχηλό του καὶ νὰ καταποντιστεῖ στὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης. 7 Οὐαὶ στὸν κόσμο ἀπὸ τῶν σκανδάλων· διότι ἀνάγκη εἶναι νὰ ἔρθουν τὰ σκάνδαλα, πλὴν οὐαὶ στὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ ὁποίου τὸ σκάνδαλο ἔρχεται. 8 Ἂν δὲ τὸ χέρι σου ἢ τὸ πόδι σου σὲ σκανδαλίζει, κόψε το καὶ πέτα το ἀπὸ σένα· καλὸ σοῦ εἶναι νὰ εἰσέλθεις στὴ ζωὴ κουλὸς ἢ χωλὸς παρὰ δύο χέρια ἢ δύο πόδια ἔχων νὰ ῥιφθεῖς στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια. 9 Καὶ ἂν τὸ μάτι σου σὲ σκανδαλίζει, ἀφαίρεσέ το καὶ πέτα το ἀπὸ σένα· καλὸ σοῦ εἶναι μονόφθαλμος στὴ ζωὴ νὰ εἰσέλθεις παρὰ δύο μάτια ἔχων νὰ ῥιφθεῖς στὴ γέεννα τῆς φωτιᾶς. 10 Βλέπετε μὴν περιφρονήσετε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· διότι σᾶς λέω ὅτι οἱ ἄγγελοί τους στοὺς οὐρανοὺς συνεχῶς βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. 12 Τί σᾶς φαίνεται; ἐὰν εἶναι σὲ κάποιον ἄνθρωπο ἑκατὸ πρόβατα καὶ πλανηθεῖ ἕνα ἐξ αὐτῶν, δὲν θὰ ἀφήσει τὰ ἐνενῆντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὄρη καὶ πορευθεὶς ζητᾷ τὸ πλανημένο; 13 Καὶ ἐὰν γίνει νὰ τὸ βρεῖ, ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι χαίρει μ᾿ αὐτὸ μᾶλλον παρὰ μὲ τὰ ἐνενῆντα ἐννέα τὰ μὴ πλανημένα. 14 Ἔτσι δὲν εἶναι θέλημα ἐμπρὸς τοῦ Πατρός σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανοὺς ὥστε νὰ χαθεῖ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων. 15 Ἐὰν δὲ ἁμαρτήσει σὲ σένα ὁ ἀδερφός σου, πήγαινε ἔλεγξέ τον μεταξὺ ἐσένα καὶ αὐτοῦ μόνο. Ἐὰν σοῦ ἀκούσει, κέρδησες τὸν ἀδερφό σου· 16 ἐὰν δὲ δὲν ἀκούσει, παράλαβε μαζί σου ἀκόμη ἕνα ἢ δύο, ὥστε ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν νὰ σταθεῖ κάθε λόγος· 17 ἐὰν δὲ παρακούσει αὐτῶν, πὲς στὴν ἐκκλησία· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσει, νὰ σοῦ εἶναι ὅπως ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης. 18 Ἀληθῶς σᾶς λέω· ὅσα δέσετε ἐπὶ τῆς γῆς θὰ εἶναι δεμένα στὸν οὐρανό, καὶ ὅσα λύσετε ἐπὶ τῆς γῆς θὰ εἶναι λυμένα στὸν οὐρανό. 19 Πάλι ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι ἐὰν δύο συμφωνήσουν ἀπὸ σᾶς ἐπὶ τῆς γῆς περὶ κάθε πράγματος τοῦ ὁποίου αἰτηθοῦν, θὰ γίνει σ᾿ αὐτοὺς παρὰ τοῦ Πατρός μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. 20 Διότι ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι στὸ δικό μου ὄνομα, ἐκεῖ εἶμαι ἀνάμεσά τους». 21 Τότε προσελθὼν ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «Κύριε, πόσες φορὲς θὰ ἁμαρτήσει σὲ μένα ὁ ἀδερφός μου καὶ θὰ τὸν συγχωρέσω; ἕως ἑπτὰ φορές»; 22 Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «δὲν σοῦ λέω ἕως ἑπτὰ φορὲς ἀλλ᾿ ἕως ἑβδομῆντα φορὲς τῶν ἑπτά. 23 Γιὰ τοῦτο παρομοιάστηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἄνθρωπο βασιλέα, ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ πάρει λογαριασμὸ ἀπὸ τῶν δούλων του. 24 Ἀρχίσαντος δὲ αὐτοῦ νὰ παίρνει προσεφέρθη σ᾿ αὐτὸν ἕνας ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 Μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ νὰ ἀποδώσει παρήγγειλε ὁ κύριος νὰ πωληθεῖ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ ὅλα ὅσα ἔχει, καὶ νὰ ἀποδοθεῖ. 26 Πεσὼν λοιπὸν ὁ δοῦλος τὸν προσκυνοῦσε λέγων: “μακροθύμησε σὲ μένα, καὶ ὅλα θὰ σοῦ ἀποδώσω”. 27 Σπλαχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου τὸν ἀπελευθέρωσε καὶ τὸ δάνειο τοῦ τὸ ἄφησε. 28 Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος βρῆκε ἕνα τῶν συνδούλων του, ὁ ὁποῖος ὄφειλε σ᾿ αὐτὸν ἑκατὸ δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων: “ἀπόδωσε ἂν ὀφείλεις κάτι”. 29 Πεσὼν λοιπὸν ὁ σύνδουλός του τὸν παρακαλοῦσε λέγων: “μακροθύμησε σὲ μένα, καὶ θὰ σοῦ ἀποδώσω”. 30 Ὁ δὲ δὲν ἤθελε ἀλλ᾿ ἀπελθὼν τὸν ἔβαλε στὴ φυλακὴ ἕως νὰ ἀποδώσει τὸ ὀφειλόμενο. 31 Ἰδόντες λοιπὸν οἱ σύνδουλοί του τὰ γενόμενα λυπήθηκαν σφόδρα καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν στὸν κύριό τους ὅλα τὰ γενόμενα. 32 Τότε προσκαλέσας αὐτὸν ὁ κύριός του τοῦ λέει: “δοῦλε πονηρέ, ὅλη τὴν ὀφειλὴ ἐκείνη σοῦ ἄφησα, ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες· 33 δὲν ἔπρεπε καὶ ἐσὺ νὰ ἐλεήσεις τὸ σύνδουλό σου, ὅπως καὶ ἐγὼ σὲ ἐλέησα”; 34 Καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριός του τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστὲς ἕως ὅτου νὰ ἀποδώσει ὅλο τὸ ὀφειλόμενο. 35 Ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος θὰ κάνει μὲ σᾶς, ἐὰν δὲν συγχωρέσετε καθένας τὸν ἀδερφό του ἀπὸ τῶν καρδιῶν σας».
[19] 1 Καὶ ὅταν τελείωσε ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἀναχώρησε ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἦρθε στὴν περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας πέρα τοῦ Ἰορδάνου. 2 Καὶ τὸν ἀκολούθησαν πολλοὶ ὄχλοι, καὶ τοὺς θεράπευσε ἐκεῖ. 3 Καὶ προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν Φαρισαίοι δοκιμάζοντες αὐτὸν καὶ λέγοντες: «ἐπιτρέπεται σὲ ἄνθρωπο νὰ χωρίσει τὴ γυναῖκά του γιὰ κάθε αἰτία»; 4 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «δὲν διαβάσατε ὅτι ὁ κτίσας ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἄρσεν καὶ θῆλυ δημιούργησε αὐτούς»; 5 Καὶ εἶπε: «ἕνεκεν τούτου, θὰ ἐγκαταλείψει ὁ ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα καὶ θὰ προσκολληθεῖ στὴ γυναῖκά του, καὶ θὰ εἶναι οἱ δύο εἰς σάρκα μία>, 6 ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα. Ὅ,τι λοιπὸν ὁ Θεὸς συνέζευξε ἄνθρωπος νὰ μὴ χωρίζει». 7 Λένε σ᾿ αὐτόν: «γιατί λοιπὸν ὁ Μωυσῆς διέταξε νὰ δίνει ἔγγραφο διαζυγίου καὶ νὰ τὴ χωρίζει»; 8 Λέει σ᾿ αὐτούς ὅτι: «ὁ Μωυσῆς γιὰ τὴ σκληροκαρδία σας ἐπέτρεψε σὲ σᾶς νὰ χωρίζετε τὶς γυναῖκές σας, ἀπ᾿ ἀρχῆς δὲ δὲν ἔχει γίνει ἔτσι. 9 Σᾶς λέω δέ, ὅτι ὅποιος χωρίσει τὴ γυναῖκά του χωρὶς λόγου πορνείας καὶ νυμφευθεῖ ἄλλη μοιχεύεται». 10 Λένε σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του: «ἂν ἔτσι εἶναι ἡ ὑποχρέωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τῆς γυναικός, δὲν συμφέρει νὰ νυμφευθεῖ». 11 ῾Ο δὲ εἶπε σ᾿ αὐτούς: «δὲν χωράει σ᾿ ὅλους ὁ λόγος τοῦτος ἀλλὰ σ᾿ ὅσους ἔχει δοθεῖ. 12 Διότι εἶναι κάποιοι εὐνοῦχοι οἱ ὁποῖοι ἐκ κοιλιᾶς μητρὸς γεννήθηκαν ἔτσι, καὶ εἶναι εὐνοῦχοι οἱ ὁποῖοι εὐνουχίστηκαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἶναι εὐνοῦχοι οἱ ὁποῖοι εὐνούχισαν τοὺς ἑαυτούς τους γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ δεχτεῖ ἂς τὸ δεχτεῖ». 13 Τότε προσεφέρθησαν σ᾿ αὐτὸν παιδιὰ ὥστε τὰ χέρια νὰ ἐπιθέσει σ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ προσευχηθεῖ· οἱ δὲ μαθητὲς τὰ ἐπιτίμησαν. 14 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «ἀφῆστε τὰ παιδιὰ καὶ μὴν τὰ ἐμποδίζετε νὰ ἔρθουν πρὸς ἐμένα, διότι σὲ τέτοιας λογῆς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». 15 Καὶ ἐπιθέσας τὰ χέρια σ᾿ αὐτὰ ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ. 16 Καὶ ἰδοὺ ἕνας προσελθὼν σ᾿ αὐτὸν εἶπε: «διδάσκαλε, τί ἀγαθὸ νὰ πράξω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴ αἰώνια»; 17 Ὁ δὲ εἶπε σ᾿ αὐτόν: «τί μὲ ῥωτᾷς περὶ τοῦ ἀγαθοῦ; ἕνας εἶναι ὁ ἀγαθός· ἂν θέλεις δὲ στὴ ζωὴ νὰ εἰσέλθεις, τήρησε τὶς ἐντολές». 18 Λέει σ᾿ αὐτόν: «ποιές»; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «τὸ <μὴ φονεύσεις, μὴ μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα, καὶ θὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου>». 20 Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ νέος: «ὅλα τοῦτα φύλαξα· σὲ τί ἀκόμη ὑστερῶ»; 21 Εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «ἂν θέλεις τέλειος νὰ εἶσαι, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσε στοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς, καὶ ἔλα ἀκολούθα με». 22 Ἀκούσας δὲ ὁ νέος τὸ λόγο ἀπῆλθε λυπούμενος· διότι ἦταν ἔχων κτήματα πολλά. 23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε στοὺς μαθητές του: «ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι πλούσιος δύσκολα θὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 24 Πάλι δὲ σᾶς λέω, εὐκολότερο εἶναι καμήλα διὰ τρύπας βελόνης νὰ διέλθει παρὰ πλούσιος νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». 25 Ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθητὲς ἐκπλήσσονταν σφόδρα, λέγοντες: «ποιός ἄραγε μπορεῖ νὰ σωθεῖ»; 26 Ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «στοὺς ἀνθρώπους τοῦτο ἀδύνατο εἶναι, στὸ δὲ Θεὸ ὅλα δυνατά». 27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «ἰδοὺ ἐμεῖς τὰ ἔχουμε ἀφήσει ὅλα καὶ σ᾿ ἀκολουθήσαμε· τί ἄραγε θὰ γίνει μὲ μᾶς»; 28 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι ἐσεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μου, στὴν παλιγγενεσία, ὅταν καθίσει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης του, θὰ καθίσετε καὶ ἐσεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ ᾿Ισραήλ. 29 Καὶ καθένας ὁ ὁποῖος ἄφησε οἰκίες, ἢ ἀδερφούς, ἢ ἀδερφές, ἢ πατέρα, ἢ μητέρα, ἢ τέκνα, ἢ ἀγρούς, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλάσια θὰ λάβει καὶ ζωὴ αἰώνια θὰ κληρονομήσει. 30 Πολλοὶ δὲ θὰ εἶναι πρῶτοι τελευταῖοι, καὶ τελευταῖοι πρῶτοι.
[20] 1 Διότι ὁμοία εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἄνθρωπο οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος ἐξῆλθε νωρὶς τὸ πρωὶ νὰ μισθώσει ἐργάτες γιὰ τὸν ἀμπελῶνά του. 2 Συμφωνήσας δὲ μὲ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέρα τοὺς ἀπέστειλε στὸν ἀμπελῶνά του. 3 Καὶ ἐξελθὼν περὶ τὶς ἐννέα ἡ ὥρα εἶδε ἄλλους ἱσταμένους στὴν ἀγορὰ ἀδρανεῖς, 4 καὶ σὲ ἐκείνους εἶπε: “πηγαίνετε καὶ ἐσεῖς στὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιο θὰ σᾶς δώσω”. 5 Οἱ δὲ ἀπῆλθαν. Πάλι δὲ ἐξελθὼν περὶ τὶς δώδεκα καὶ τρεῖς ἡ ὥρα ἔκανε τὸ ἴδιο. 6 Περὶ δὲ τὶς πέντε ἐξελθὼν βρῆκε ἄλλους ἱσταμένους καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: “γιατί ἐδῶ σταθήκατε ὅλη τὴν ἡμέρα ἀδρανεῖς”; 7 Λένε σ᾿ αὐτὸν ὅτι: “κανεὶς δὲν μᾶς μίσθωσε”. Λέει σ᾿ αὐτούς: “πηγαίνετε καὶ ἐσεῖς στὸν ἀμπελῶνα”. 8 Ἑσπέρας δὲ γενομένης λέει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος στὸν ἐπίτροπό του: “κάλεσε τοὺς ἐργάτες καὶ ἀπόδωσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ μισθὸ ἀρχίσας ἀπὸ τῶν τελευταίων ἕως τῶν πρώτων”. 9 Καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὶς πέντε ἡ ὥρα ἔλαβαν ἀνὰ δηνάριο. 10 Καὶ ἐλθόντες οἱ πρῶτοι νόμισαν ὅτι περισσότερο θὰ λάβουν· καὶ ἔλαβαν τὸ ἀνὰ δηνάριο καὶ αὐτοί. 11 Λαβόντες δὲ γόγγυζαν κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου, 12 λέγοντες: “τοῦτοι οἱ τελευταῖοι μία ὥρα ἔκαναν, καὶ ἴσους μὲ μᾶς αὐτοὺς ἔκανες, τοὺς βαστάσαντες τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα”. 13 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς σὲ ἕναν αὐτῶν εἶπε: “φίλε, δὲν σὲ ἀδικῶ· ἐκ δηναρίου δὲν συμφώνησες μὲ μένα; 14 πᾶρε τὸ δικό σου καὶ πήγαινε. Θέλω δὲ σὲ τοῦτον τὸν τελευταῖο νὰ δώσω ὅπως καὶ σὲ σένα· 15 ἢ δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ κάνω στὰ δικά μου; ἢ τὸ μάτι σου εἶναι πονηρὸ ποὺ ἐγὼ εἶμαι ἀγαθός”; 16 Ἔτσι θὰ εἶναι οἱ τελευταῖοι πρῶτοι, καὶ οἱ πρῶτοι τελευταῖοι». 17 Καὶ καθὼς ἀνέβαινε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἰεροσόλυμα, παρέλαβε τοὺς δώδεκα μαθητὲς ἰδιαιτέρως, καὶ στὴν ὁδὸ τοὺς εἶπε: 18 «ἰδοὺ ἀνεβαίνουμε στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ θὰ τὸν κατακρίνουν μὲ θάνατο, 19 καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ ἔθνη στὸ νὰ ἐμπαίξουν καὶ νὰ μαστιγώσουν καὶ νὰ σταυρώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἐγερθεῖ». 20 Τότε προσῆλθε σ᾿ αὐτὸν ἡ μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μὲ τῶν υἱῶν της προσκυνοῦσα καὶ αἰτουμένη κάτι ἀπ᾿ αὐτοῦ. 21 Ὁ δὲ εἶπε σ᾿ αὐτήν: «τί θέλεις»; Λέει σ᾿ αὐτόν: «πὲς ὥστε νὰ καθήσουν τοῦτοι οἱ δύο υἱοί μου ἕνας ἐκ δεξιῶν σου καὶ ἕνας ἐξ ἀριστερῶν σου στὴ βασιλεία σου». 22 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «δὲν ξέρετε τὶ αἰτεῖστε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τὸ ὁποῖο ἐγὼ μέλλω νὰ πιῶ»; Λένε σ᾿ αὐτόν: «μποροῦμε». 23 Λέει σ᾿ αὐτούς: «τὸ μὲν ποτήρι μου θὰ πιεῖτε, τὸ δὲ νὰ καθίσετε ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ ἀριστερῶν δὲν εἶναι ἀπὸ μένα τοῦτο νὰ δώσω, ἀλλὰ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ ὑπὸ τοῦ Πατρός μου». 24 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἀγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδερφῶν. 25 Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλέσας αὐτοὺς εἶπε: «ξέρετε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουν αὐτῶν, καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουν αὐτῶν. 26 Δὲν θὰ εἶναι ἔτσι σὲ σᾶς, ἀλλ᾿ ὅποιος θέλει σὲ σᾶς μέγας νὰ γίνει, θὰ εἶναι σὲ σᾶς ὑπηρέτης, 27 καὶ ὅποιος θέλει σὲ σᾶς νὰ εἶναι πρῶτος, θὰ εἶναι σὲ σᾶς δοῦλος· 28 ὅπως ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε νὰ ὑπηρετηθεῖ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο ἀντὶ πολλῶν». 29 Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἰεριχώ, τὸν ἀκολούθησαν ὄχλος πολύς. 30 Καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδό, ἀκούσαντες ὅτι ὁ Ἰησοῦς περνάει, ἔκραξαν λέγοντες: «ἐλέησέ μας, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυίδ»! 31 Ὁ δὲ ὄχλος τοὺς ἐπιτίμησε γιὰ νὰ σιωπήσουν· οἱ δὲ περισσότερο ἔκραξαν λέγοντες: «ἐλέησέ μας, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυίδ»! 32 Καὶ σταθεὶς ὁ Ἰησοὺς τοὺς μίλησε καὶ εἶπε: «τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω»; 33 Λένε σ᾿ αὐτόν: «Κύριε, ἔτσι ὥστε νὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια μας». 34 Σπλαχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἄγγιξε τὰ μάτια τους, καὶ ἀμέσως ἀνέβλεψαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
[21] 1 Καὶ ὅταν πλησίασαν στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ ἦρθαν στὴ Βηθφαγή, στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητές, 2 λέγων σ᾿ αὐτούς: «πορεύεστε στὸ χωριὸ ποὺ εἶναι ἀπέναντί σας, καὶ ἀμέσως θὰ βρεῖτε ὄνο δεμένη καὶ πουλάρι μ᾿ αὐτῆς· λύσαντες φέρετε σὲ μένα. 3 Καὶ ἐὰν κανεὶς σᾶς πεῖ κάτι, θὰ πεῖτε ὅτι: “ὁ Κύριος τὰ χρειάζεται”· καὶ ἀμέσως θὰ τὰ ἀποστείλει». 4 Τοῦτο δὲ ἔχει γίνει γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ λεχθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος: 5 <πεῖτε στὴν κόρη Σιών: “ἰδοὺ ὁ βασιλέας σου ἔρχεται σὲ σένα πράος καὶ ἐπιβιβασμένος ἐπὶ ὄνο καὶ ἐπὶ πουλάρι, υἱὸ ὑποζυγίου”>. 6 Πορευθέντες δὲ οἱ μαθητὲς καὶ πράξαντες καθὼς συνέταξε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, 7 ἔφεραν τὴν ὄνο καὶ τὸ πουλάρι καὶ ἐπέθεσαν ἐπ᾿ αὐτῶν τὰ ἱμάτια, καὶ κάθισε ἐπάνω τους. 8 Ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν τὰ ἱμάτιά τους στὴν ὁδό, ἄλλοι δὲ ἔκοβαν κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων καὶ ἔστρωναν στὴν ὁδό. 9 Οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προπορευόμενοί του καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζαν λέγοντες: «ὡσαννὰ στὸν υἱὸ τοῦ Δαυίδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στὸ ὄνομα Κυρίου· ὡσαννὰ στοὺς ὑψίστους». 10 Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα, σείστηκε ὅλη ἡ πόλη, λέγουσα: «ποιός εἶναι τοῦτος»; 11 Οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγαν: «τοῦτος εἶναι ὁ προφήτης Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρὲθ τῆς Γαλιλαίας». 12 Καὶ εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς στὸ ἱερὸ καὶ ἐξέβαλε ὅλους τοὺς πωλοῦντες καὶ ἀγοράζοντες στὸ ἱερό, καὶ τὶς τράπεζες τῶν ἀργυραμοιβῶν κατέστρεψε καὶ τὶς καθέδρες τῶν πωλούντων τὰ περιστέρια, 13 καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ἔχει γραφθεῖ: <ὁ οἶκός μου, οἶκος προσευχῆς θὰ ἀποκληθεῖ>, ἐσεῖς δὲ τὸν κάνετε σπήλαιο λῃστῶν». 14 Καὶ προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν τυφλοὶ καὶ χωλοὶ στὸ ἱερό, καὶ τοὺς θεράπευσε. 15 Ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαυμάσια τὰ ὁποῖα ἔκανε, καὶ τοὺς παῖδες τοὺς κράζοντες στὸ ἱερὸ καὶ λέγοντες: “ὡσαννὰ στὸν υἱὸ τοῦ Δαυίδ”, ἀγανάκτησαν, 16 καὶ τοῦ εἶπαν: «ἀκοῦς τί λένε τοῦτοι»; Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς λέει: «ναί. Ποτὲ δὲν διαβάσατε ὅτι: <ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων θὰ καταρτίσω αἶνο>»; 17 Καὶ ἐγκαταλείψας αὐτούς, ἐξῆλθε ἔξω τῆς πόλεως, στὴ Βηθανία, καὶ διανυκτέρευσε ἐκεῖ. 18 Πρωὶ δὲ ἐπιστρέφων στὴν πόλη πείνασε. 19 Καὶ ἰδὼν μία συκιὰ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦρθε ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ τίποτε δὲν βρῆκε σ᾿ αὐτὴν παρὰ μόνο φύλλα, καὶ λέει σ᾿ αὐτήν: «νὰ μὴ σοῦ γίνει ξανὰ καρπὸς στὸν αἰῶνα». Καὶ ξηράθηκε ἀμέσως ἡ συκιά. 20 Καὶ ἰδόντες οἱ μαθητὲς θαύμασαν, λέγοντες: «πῶς ἀμέσως ξηράθηκε ἡ συκιά»; 21 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «ἀληθῶς σᾶς λέω, ἐὰν ἔχετε πίστη καὶ δὲν διστάσετε, ὄχι μόνο τὸ τῆς συκιᾶς θὰ κάνετε, ἀλλὰ καὶ ἂν στὸ ὄρος τοῦτο πεῖτε: “σήκω καὶ πέσε στὴ θάλασσα”, θὰ γίνει· 22 καὶ ὅλα ὅσα αἰτηθεῖτε στὴν προσευχὴ πιστεύοντες, θὰ λάβετε». 23 Καὶ ἐλθόντος αὐτοῦ στὸ ἱερό, προσῆλθαν σ᾿ αὐτόν, ἐνῶ δίδασκε, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες: «μὲ ποιά ἐξουσία κάνεις τοῦτα; καὶ ποιός σοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τούτη»; 24 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «θὰ σᾶς ῥωτήσω καὶ ἐγὼ ἕνα λόγο, τὸν ὁποῖο ἐὰν μοῦ πεῖτε, καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ μὲ ποιὰ ἐξουσία κάνω τοῦτα· 25 τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου ἀπὸ ποῦ ἦταν; ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων»; Οἱ δὲ διαλογίζονταν μεταξύ τους λέγοντες: «ἐὰν ποῦμε: “ἐξ οὐρανοῦ”, θὰ πεῖ σὲ μᾶς: “γιατί λοιπὸν δὲν πιστέψατε σ᾿ αὐτόν”; 26 ἐὰν δὲ ποῦμε: “ἐξ ἀνθρώπων”, φοβόμαστε τὸν ὄχλο, διότι ὅλοι ὡς προφήτη ἔχουν τὸν Ἰωάννη». 27 Καὶ ἀποκριθέντες στὸν Ἰησοῦ εἶπαν: «δὲν ξέρουμε». Εἶπε σ᾿ αὐτοὺς καὶ αὐτός: «οὔτε ἐγὼ σᾶς λέω μὲ ποιὰ ἐξουσία κάνω τοῦτα. 28 Τί δὲ σὲ σᾶς φαντάζει; ἄνθρωπος εἶχε δύο τέκνα. Καὶ προσελθὼν στὸν πρῶτο εἶπε: “τέκνο, πήγαινε σήμερα ἐργάζου στὸν ἀμπελῶνα”. 29 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: “δὲν θέλω”, ὕστερα δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. 30 Προσελθὼν δὲ στὸν ἄλλο εἶπε τὸ ἴδιο. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: “ἐγώ, κύριε”, καὶ δὲν ἀπῆλθε. 31 Ποιός ἐκ τῶν δύο ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ πατρός»; Λένε: «ὁ πρῶτος». Λέει σ᾿ αὐτούς ὁ Ἰησοῦς: «ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες προπορεύονται ἀπὸ σᾶς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 32 Διότι ἦρθε ὁ Ἰωάννης πρὸς ἐσᾶς μὲ ὁδὸ δικαιοσύνης, καὶ δὲν πιστέψατε σ᾿ αὐτόν, οἱ δὲ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες πίστεψαν σ᾿ αὐτόν· ἐσεῖς δὲ ἰδόντες, οὔτε μεταμεληθήκατε ὕστερα γιὰ νὰ πιστέψετε σ᾿ αὐτόν. 33 Ἄλλη παραβολὴ ἀκούσατε: ἄνθρωπος ἦταν οἰκοδεσπότης ὁ ὁποῖος φύτεψε ἀμπελῶνα, καὶ φραγμὸ σ᾿ αὐτὸν περιέθεσε καὶ ἔκτισε σ᾿ αὐτὸν πατητήρι καὶ οἰκοδόμησε πύργο, καὶ τὸν παρέδωσε σὲ γεωργοὺς καὶ ἀποδήμησε. 34 Ὅταν δὲ πλησίασε ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους του πρὸς τοὺς γεωργοὺς νὰ λάβει τοὺς καρπούς του. 35 Καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους του, τὸν ἕναν μὲν ἔδειραν, τὸν ἄλλον δὲ σκότωσαν, τὸν ἄλλον δὲ λιθοβόλησαν. 36 Πάλι ἀπέστειλε ἄλλους δούλους περισσοτέρους τῶν πρώτων, καὶ ἔκαναν σ᾿ αὐτοὺς τὸ ἴδιο. 37 Ὕστερα δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱό του, λέγων: “θὰ ντραποῦν τὸν υἱό μου”. 38 Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱό, εἶπαν μεταξύ τους: “τοῦτος εἶναι ὁ κληρονόμος· ἐλᾶτε νὰ τὸν σκοτώσουμε καὶ νὰ κρατήσουμε τὴν κληρονομία του”, 39 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλαν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ σκότωσαν. 40 Ὅταν λοιπὸν ἔρθει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί θὰ κάνει μὲ τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους»; 41 Λένε σ᾿ αὐτόν: «τοὺς κακούς, κακῶς θὰ τοὺς θανατώσει, καὶ τὸν ἀμπελῶνα θὰ δώσει σὲ ἄλλους γεωργούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀποδώσουν σ᾿ αὐτὸν τοὺς καρποὺς στοὺς καιρούς τους». 42 Λέει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «ποτὲ δὲν διαβάσατε στὶς γραφές: <λίθο τὸν ὁποῖο ἀποδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, τοῦτος ἔγινε εἰς κεφαλὴ γωνίας· παρὰ Κυρίου ἔγινε τούτη καὶ εἶναι θαυμαστὴ στὰ μάτια σας>; 43 Γιὰ τοῦτο σᾶς λέω, ὅτι θὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ σᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ δοθεῖ σὲ ἔθνος κάμνον τοὺς καρπούς της. 44 <Καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθο τοῦτον θὰ συντριφθεῖ· ἐφ᾿ ὅποιον δὲ πέσει θὰ τὸν κατασυντρίψει>». 45 Καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαίοι τὶς παραβολές του, κατάλαβαν ὅτι περὶ αὐτῶν λέει· 46 καὶ ζητοῦντες αὐτὸν νὰ κρατήσουν, φοβήθηκαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ γιὰ προφήτη τὸν εἶχαν.
[22] 1 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς, πάλι εἶπε μὲ παραβολὲς σ᾿ αὐτούς λέγων: 2 «παρομοιάστηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἄνθρωπο βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἔκανε γάμους στὸν υἱό του. 3 Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους του νὰ καλέσουν τοὺς καλεσμένους στοὺς γάμους, καὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἔρθουν. 4 Πάλι ἀπέστειλε ἄλλους δούλους, λέγων: “πεῖτε στοὺς καλεσμένους: ‘ἰδοὺ τὸ γεῦμά μου ἔχω ἑτοιμάσει, οἱ ταύροι μου καὶ τὰ θρεπτά μου εἶναι σφαγμένα, καὶ ὅλα ἕτοιμα· ἐλᾶτε στοὺς γάμους’”. 5 Οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθαν, ἕνας μὲν στὸ δικό του ἀγρό, ἄλλος δὲ ἐπὶ τὴν ἐμπορία του· 6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους του, κακοποίησαν καὶ σκότωσαν. 7 Ὁ δὲ βασιλέας ὀργίστηκε, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματά του θανάτωσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλη τους πυρπόλησε. 8 Τότε λέει στοὺς δούλους του: “ὁ μὲν γάμος εἶναι ἕτοιμος, οἱ δὲ καλεσμένοι δὲν ἦταν ἄξιοι· 9 πορεύεστε λοιπὸν ἐπὶ τὶς διεξόδους, καὶ ὅσους βρεῖτε καλέσετε στοὺς γάμους”. 10 Καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι στὶς ὁδούς, συνήγαγαν ὅλους ὅσους βρῆκαν, μαζὶ κακοὺς καὶ ἀγαθούς· καὶ γέμισε ὁ γάμος καθημένων. 11 Εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλέας νὰ ἐπιθεωρήσει τοὺς καθημένους, εἶδε ἐκεῖ ἄνθρωπο μὴ ἐνδεδυμένο ἔνδυμα γάμου, 12 καὶ λέει σ᾿ αὐτόν: “φίλε, πῶς εἰσῆλθες ἐδῶ μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου”; Ὁ δὲ φιμώθηκε. 13 Τότε ὁ βασιλέας εἶπε στοὺς ὑπηρέτες: “δέσαντες αὐτοῦ τὰ πόδια καὶ χέρια ἐκβάλετέ τον στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο”· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. 14 Διότι πολλοὶ εἶναι κλητοί, λίγοι δὲ ἐκλεκτοί». 15 Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαίοι, ἔλαβαν συμβούλιο, ὅπως νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ λόγο. 16 Καὶ ἀποστέλλουν σ᾿ αὐτὸν τοὺς μαθητές τους μὲ τῶν Ἡρῳδιανῶν, λέγοντες: «διδάσκαλε, ξέρουμε ὅτι ἀληθὴς εἶσαι καὶ τὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ μὲ ἀλήθεια διδάσκεις, καὶ δὲν σὲ μέλλει περὶ κανενός· διότι δὲν βλέπεις σὲ πρόσωπο ἀνθρώπων· 17 πές μας λοιπόν, πῶς σοῦ φαίνεται· ἐπιτρέπεται νὰ δίνεται φόρος στὸν Καίσαρα ἢ ὄχι»; 18 Γνωρίσας δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πονηρία τους, εἶπε: «γιατί μὲ πειράζετε, ὑποκριτές; 19 ἐπιδείξετέ μου τὸ νόμισμα τοῦ φόρου». Οἱ δὲ προσέφεραν σ᾿ αὐτὸν δηνάριο. 20 Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ποιοῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τούτη καὶ ἡ ἐπιγραφή»; 21 Λένε σ᾿ αὐτόν: «τοῦ Καίσαρος». Τότε λέει σ᾿ αὐτούς: «ἀποδῶστε λοιπὸν τὰ τοῦ Καίσαρος στὸν Καίσαρα καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ στὸ Θεό». 22 Καὶ ἀκούσαντες θαύμασαν, καὶ ἀφήσαντες αὐτὸν ἀπῆλθαν. 23 Ἐκείνη τὴν ἡμέρα προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν Σαδδουκαίοι, λέγοντες, “δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση”, καὶ τὸν ῥώτησαν 24 λέγοντες: «διδάσκαλε, ὁ Μωυσῆς εἶπε: “ἐὰν κάποιος πεθάνει μὴ ἔχων τέκνα, θὰ νυμφευθεῖ ὁ ἀδερφός του τὴ γυναῖκά του καὶ θὰ ἐγείρει σπέρμα στὸν ἀδερφό του”. 25 Ἦταν δὲ σὲ μᾶς ἑπτὰ ἀδερφοί· καὶ ὁ πρῶτος νυμφευθεὶς πέθανε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἄφησε τὴ γυναῖκά του στὸν ἀδερφό του· 26 ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. 27 Ὕστερα δὲ ὅλων πέθανε ἡ γυναῖκα. 28 Στὴν ἀνάσταση λοιπόν, σὲ ποιόν ἀπὸ τῶν ἑπτὰ θὰ εἶναι γυναῖκα; διότι ὅλοι τὴν εἶχαν». 29 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «πλανᾶστε μὴ γνωρίζοντες τὶς γραφὲς οὔτε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ· 30 διότι στὴν ἀνάσταση οὔτε νυμφεύουν οὔτε νυμφεύονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ εἶναι. 31 Περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, δὲν διαβάσατε τὸ λεχθὲν σὲ σᾶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος: 32 <Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ>; δὲν εἶναι ὁ Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων». 33 Καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐκπλήσσονταν μὲ τὴ διδαχή του. 34 Οἱ δὲ Φαρισαίοι ἀκούσαντες ὅτι φίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, 35 καὶ ῥώτησαν ἕνας ἐξ αὐτῶν, νομικός, δοκιμάζων αὐτόν: 36 «διδάσκαλε, ποιά ἐντολὴ μεγάλη εἶναι στὸ νόμο»; 37 Ὁ δὲ εἶπε σ᾿ αὐτόν: «<θὰ ἀγαπήσεις τὸν Κύριο τὸ Θεό σου μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μὲ ὅλη τὴ διάνοιά σου>· 38 τούτη εἶναι ἡ μεγάλη καὶ πρώτη ἐντολή. 39 Δεύτερη δὲ ὁμοία μ᾿ αὐτήν: <θὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου>. 40 Σὲ τοῦτες τὶς δύο ἐντολὲς ὅλος ὁ νόμος κρέμεται καὶ οἱ προφῆτες». 41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων, τοὺς ῥώτησε ὁ Ἰησοῦς 42 λέγων: «τί σᾶς φαίνεται περὶ τοῦ Χριστοῦ; ποιοῦ υἱὸς εἶναι»; Λένε σ᾿ αὐτόν: «τοῦ Δαυίδ». 43 Λέει σ᾿ αὐτούς: «πῶς λοιπὸν ὁ Δαυὶδ μὲ Πνεῦμα καλεῖ αὐτὸν Κύριο λέγων: 44 <εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου: “κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως νὰ θέσω τοὺς ἐχθρούς σου ὑπὸ κάτω τῶν ποδιῶν σου”>; 45 ἂν λοιπὸν ὁ Δαυὶδ ἀποκαλεῖ αὐτὸν Κύριο, πῶς υἱός του εἶναι»; 46 Καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ ἀποκριθεῖ λόγο, οὔτε τόλμησε κανεὶς ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας νὰ τὸν ῥωτήσει ξανά.
[23] 1 Τότε ὁ Ἰησοῦς μίλησε στοὺς ὄχλους καὶ στοὺς μαθητές του, 2 λέγων: «ἐπὶ τῆς Μωυσέως καθέδρας κάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαίοι. 3 Ὅλα λοιπὸν ὅσα σᾶς ποῦν, νὰ πράττετε καὶ νὰ τηρεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα τους μὴν πράττετε· διότι λένε καὶ δὲν πράττουν. 4 Δεσμεύουν δὲ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιθέτουν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, αὐτοὶ δὲ μὲ τὸ δάκτυλό τους δὲν θέλουν νὰ τὰ κουνήσουν. 5 Ὅλα δὲ τὰ ἔργα τους κάνουν γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους· ἐπειδὴ πλατύνουν τὰ φυλακτήρια τους καὶ μεγαλύνουν τὰ κράσπεδα, 6 ἀγαποῦν δὲ τὴν πρώτη θέση στὰ δείπνα καὶ τὶς πρωτοκαθεδρίες στὶς συναγωγὲς 7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς στὶς ἀγορὲς καὶ ἀποκαλοῦνται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ῥαββί. 8 Ἐσεῖς δὲ μὴν ἀποκληθεῖτε ῥαββί· διότι ἕνας εἶναι σὲ σᾶς ὁ διδάσκαλος, ὅλοι δὲ ἐσεῖς ἀδερφοὶ εἶστε. 9 Καὶ πατέρα μὴν ἀποκαλέσετε σὲ σᾶς ἐπὶ τῆς γῆς, διότι ἕνας εἶναι σὲ σᾶς ὁ Πατέρας, ὁ οὐράνιος. 10 Οὔτε νὰ ἀποκληθεῖτε καθηγητές, διότι καθηγητής σας εἶναι ἕνας, ὁ Χριστός. 11 Ὁ δὲ μεγαλύτερός σας θὰ εἶναι σὲ σᾶς ὑπηρέτης. 12 Ὅποιος δὲ ὑψώσει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, καὶ ὅποιος ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ. 13 Οὐαὶ δὲ σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαίοι ὑποκριτές, διότι κλείνετε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐμπρὸς τῶν ἀνθρώπων· ἐπειδὴ ἐσεῖς δὲν εἰσέρχεστε οὔτε τοὺς εἰσερχομένους ἀφήνετε νὰ εἰσέλθουν. 15 Οὐαὶ σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαίοι ὑποκριτές, διότι περιφέρεστε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ξηρὰ νὰ κάνετε ἕνα προσήλυτο, καὶ ὅταν γίνει τὸν κάνετε υἱὸ γεέννης διπλότερο ἀπὸ σᾶς. 16 Οὐαὶ σὲ σᾶς, ὁδηγοὶ τυφλοὶ οἱ λέγοντες: “ὅποιος ὁρκιστεῖ στὸ ναό, τίποτα δὲν εἶναι· ὅποιος δὲ ὁρκιστεῖ στὸ χρυσὸ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει”. 17 Μωροὶ καὶ τυφλοί, διότι ποιό εἶναι μεγαλύτερο, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάσας τὸ χρυσό; 18 καί: “ὅποιος ὁρκιστεῖ στὸ θυσιαστήριο, τίποτα δὲν εἶναι· ὅποιος δὲ ὁρκιστεῖ στὸ δῶρο τὸ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει”. 19 Τυφλοί, διότι τί εἶναι μεγαλύτερο, τὸ δῶρο ἢ τὸ θυσιαστήριο τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρο; 20 Ὁ ὁρκισθεὶς λοιπὸν στὸ θυσιαστήριο, ὁρκίζεται σ᾿ αὐτὸ καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐπάνω αὐτοῦ· 21 καὶ ὁ ὁρκισθεὶς στὸ ναό, ὁρκίζεται σ᾿ αὐτὸν καὶ στὸν κατοικοῦντα σ᾿ αὐτόν, 22 καὶ ὁ ὁρκισθεὶς στὸν οὐρανὸ ὁρκίζεται στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν καθήμενο ἐπάνω αὐτοῦ. 23 Οὐαὶ σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαίοι ὑποκριτές, διότι ἀποδεκατίζετε τὸ δυόσμο καὶ τὸν ἄνιθο καὶ τὸ κύμινο καὶ ἀφήσατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίση καὶ τὸ ἔλεος καὶ τὴν πίστη· τοῦτα δὲ ἔπρεπε νὰ κάνετε καὶ ἐκεῖνα νὰ μὴν ἀφήνετε. 24 Ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ στραγγίζοντες τὸ κουνούπι, τὴ δὲ καμήλα καταπίνοντες. 25 Οὐαὶ σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαίοι ὑποκριτές, διότι καθαρίζετε τὸ ἀπ᾿ ἔξω τοῦ ποτηριοῦ καὶ τοῦ πιάτου, ἀπὸ μέσα δὲ εἶναι γεμάτα ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀκρατείας. 26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισε πρῶτα τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηριοῦ, γιὰ νὰ γίνει καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτοῦ καθαρό. 27 Οὐαὶ σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι παρομοιάζεστε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποῖοι ἀπ᾿ ἔξω μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἀπὸ μέσα δὲ εἶναι γεμάτοι ὀστέων νεκρῶν καὶ κάθε ἀκαθαρσίας. 28 Ἔτσι καὶ ἐσεῖς, ἀπ᾿ ἔξω μὲν φαίνεστε στοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, ἀπὸ μέσα δὲ εἶστε μεστοὶ ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. 29 Οὐαὶ σὲ σᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ διακοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, 30 καὶ λέτε: “ἂν ἤμασταν στὶς ἡμέρες τῶν πατέρων μας, δὲν θὰ τοὺς ἤμασταν κοινωνοὶ στὸ αἷμα τῶν προφητῶν”. 31 Ὥστε μαρτυρεῖτε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας ὅτι υἱοὶ εἶστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφῆτες. 32 Ἀναπληρώσετε καὶ ἐσεῖς τὸ ὅριο τῶν πατέρων σας... 33 Φίδια, γεννήματα ὀχιᾶς, πῶς θὰ ἐκφύγετε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; 34 Γιὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ἐσᾶς προφῆτες καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς· ἐξ αὐτῶν θὰ θανατώσετε καὶ θὰ σταυρώσετε καὶ ἐξ αὐτῶν θὰ μαστιγώσετε στὶς συναγωγές σας καὶ θὰ καταδιώξετε ἀπὸ πόλεως σὲ πόλη· 35 ὅπως νὰ ἔρθει ἐπάνω σας κάθε αἷμα δίκαιο ἐκχυνόμενο ἐπὶ τῆς γῆς, ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, τὸν ὁποῖο φονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. 36 Ἀληθῶς σᾶς λέω, θὰ ἔρθουν τοῦτα ὅλα ἐπὶ τὴ γενεὰ τούτη. 37 Ἰερουσαλήμ, Ἰερουσαλήμ, ἡ θανατώνουσα τοὺς προφῆτες καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν, πόσες φορὲς θέλησα νὰ ἐπισυνάξω τὰ τέκνα σου, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ὄρνιθα ἐπισυνάγει τοὺς νεοσσούς της ὑπὸ τὶς πτέρυγες, καὶ δὲν θελήσατε. 38 Ἰδοὺ ἀφήνετε σὲ σᾶς ὁ οἶκός σας ἔρημος. 39 Διότι σᾶς λέω, δὲν θὰ μὲ δεῖτε ἀπὸ τὸ ἐξῆς ἕως νὰ πεῖτε: “<εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στὸ ὄνομα Κυρίου>”».
[24] 1 Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ, πορευόταν, καὶ προσῆλθαν οἱ μαθητές του νὰ ἐπιδείξουν σ᾿ αὐτὸν τὶς οἰκοδομὲς τοῦ ἱεροῦ. 2 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοὺς εἶπε: «δὲν βλέπετε τοῦτα ὅλα; ἀληθῶς σᾶς λέω, δὲν θὰ ἀφεθεῖ ἐδῶ λίθος ἐπὶ λίθο ὁ ὁποῖος δὲν θὰ κατεδαφιστεῖ». 3 Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, προσῆλθαν σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητὲς ἰδιαιτέρως, λέγοντες: «πές μας, πότε τοῦτα θὰ γίνουν καὶ ποιό τὸ σημεῖο τῆς δικιᾶς σου παρουσίας καὶ συντελείας τοῦ αἰῶνος»; 4 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «βλέπετε μὴ σᾶς πλανήσει κανείς· 5 διότι πολλοὶ θὰ ἔρθουν στὸ ὄνομά μου, λέγοντες: “ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός”, καὶ πολλοὺς θὰ πλανήσουν. 6 Μέλλετε δὲ νὰ ἀκοῦτε πολέμους καὶ ἀκοὲς πολέμων· βλέπετε μὴν ἀναστατωθεῖτε· διότι πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλ᾿ ἀκόμη δὲν εἶναι τὸ τέλος. 7 Διότι θὰ ἐγερθεῖ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλεία, καὶ θὰ εἶναι πεῖνες καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους· 8 ὅλα δὲ τοῦτα εἶναι ἀρχὴ ὠδίνων. 9 Τότε θὰ παραδώσουν ἐσᾶς εἰς θλίψη, καὶ θὰ σᾶς θανατώσουν, καὶ θὰ εἶστε μισούμενοι ὑφ᾿ ὅλων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου. 10 Καὶ τότε θὰ σκανδαλιστοῦν πολλοί, καὶ ἀλλήλους θὰ παραδώσουν καὶ θὰ μισήσουν ἀλλήλους· 11 καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆτες θὰ ἐγερθοῦν καὶ θὰ πλανήσουν πολλούς· 12 καὶ ἐπειδὴ θὰ πληθυνθεῖ ἡ ἀνομία θὰ ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. 13 Ὁ δὲ ὑπομείνας ἕως τέλος τοῦτος θὰ σωθεῖ. 14 Καὶ θὰ κηρυχθεῖ τοῦτο τὸ εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη γιὰ μαρτυρία σ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ τότε θὰ ἔρθει τὸ τέλος. 15 Ὅταν λοιπὸν δεῖτε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, τὸ λεχθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου, ἱστάμενο στὸν τόπο τὸν ἅγιο (ὁ διαβάζων ἂς ἐννοεῖ), 16 τότε οἱ στὴν Ἰουδαία νὰ φύγουν στὰ ὄρη, 17 ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴν κατέβει νὰ πάρει τὰ ἐκ τῆς οἰκίας του, 18 καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ εἶναι στὸν ἀγρὸ νὰ μὴν ἐπιστρέψει πίσω νὰ πάρει τὸ ἱμάτιό του. 19 Οὐαὶ δὲ σ᾿ αὐτὲς ποὺ θὰ κυοφοροῦν καὶ θὰ θηλάζουν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. 20 Προσεύχεστε δὲ ὥστε νὰ μὴ γίνει ἡ φυγή σας χειμῶνος οὔτε τὸ σάββατο. 21 Διότι θὰ εἶναι τότε θλίψη μεγάλη, τέτοια ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἀπ᾿ ἀρχῆς κόσμου ἕως τώρα, οὔτε θὰ ξαναγίνει. 22 Καὶ ἂν δὲν μίκραιναν οἱ ἡμέρες ἐκεῖνες, δὲν θὰ σωζόταν καμία σάρκα· γιὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς θὰ μικρύνουν οἱ ἡμέρες ἐκεῖνες. 23 Τότε ἐὰν κάποιος σᾶς πεῖ: “ἰδοὺ ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός”, ἢ “ἐδῶ”, μὴν πιστέψετε· 24 διότι θὰ ἐγερθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆτες, καὶ θὰ δώσουν σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα ὥστε νὰ πλανήσουν, ἂν εἶναι δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 25 Ἰδοὺ σᾶς ἔχω προειπεῖ. 26 Ἐὰν λοιπὸν σᾶς ποῦν: “ἰδοὺ στὴν ἔρημο εἶναι”, μὴν ἐξέλθετε· “ἰδοὺ στὰ δωμάτια”, μὴν πιστέψετε· 27 διότι ὅπως ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δύσεων, ἔτσι θὰ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· 28 ὅπου εἶναι τὸ πτώμα, ἐκεῖ θὰ συναχθοῦν οἱ ἀετοί. 29 Ἀμέσως δὲ μετὰ τὴ θλίψη τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, <ὁ ἥλιος θὰ σκοτισθεῖ, καὶ ἡ σελήνη δὲν θὰ δώσει τὸ φέγγος της, καὶ τὰ ἀστέρια θα πέσουν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θὰ σαλευθοῦν>. 30 Καὶ τότε θὰ φανεῖ τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου στὸν οὐρανό, καὶ τότε θὰ θρηνήσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, καὶ θὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενο ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μὲ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς· 31 καὶ θὰ ἀποστείλει τοὺς ἀγγέλους του μὲ σάλπιγγος μεγάλης, καὶ θὰ ἐπισυνάξουν τοὺς ἐκλεκτούς του ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ᾿ ἄκρων οὐρανῶν ἕως τῶν ἄκρων τους. 32 Ἀπὸ δὲ τῆς συκιᾶς μάθετε τὴν παραβολή: ὅταν ἤδη ὁ κλάδος της γίνει ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύει, γνωρίζετε ὅτι πλησίον εἶναι τὸ θέρος· 33 ἔτσι καὶ ἐσεῖς, ὅταν δεῖτε ὅλα τοῦτα, γνωρίζετε ὅτι πλησίον εἶναι στὶς θύρες. 34 Ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι δὲν θὰ παρέλθει ἡ γενεὰ τούτη ἕως ὅλα τοῦτα νὰ γίνουν. 35 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ δὲ λόγοι μου δὲν θὰ παρέλθουν. 36 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας κανεὶς δὲν ξέρει, οὔτε οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν οὔτε ὁ Υἱός, παρὰ μόνο ὁ Πατέρας. 37 Διότι ὅπως ἦταν οἱ ἡμέρες τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 38 Ἐπειδή, ὅπως ἦταν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, τρώγοντες καὶ πίνοντες, νυμφευόμενοι καὶ νυμφεύοντες, ἕως τῆς ἡμέρας ποὺ εἰσῆλθε ὁ Νῶε στὴν κιβωτό, 39 καὶ δὲν κατάλαβαν ὥσπου ἦρθε ὁ κατακλυσμὸς καὶ συνεπῆρε ὅλους, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 40 Τότε δύο θὰ εἶναι στὸν ἀγρό, ἕνας παραλαμβάνεται καὶ ἕνας ἀφήνεται· 41 δύο θὰ ἀλέθουν στὸ μύλο, μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφήνεται. 42 Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε ποιὰ ἡμέρα ὁ Κύριός σας ἔρχεται. 43 Ἐκεῖνο δὲ νὰ γνωρίζετε, ὅτι: ἂν ἤξερε ὁ οἰκοδεσπότης ποιὰ ὥρα ἔρχεται ὁ κλέπτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ διαρρηχθεῖ ἡ οἰκία του. 44 Γιὰ τοῦτο καὶ ἐσεῖς γίνεστε ἕτοιμοι, διότι στὴν ὥρα τὴν ὁποία δὲν φαντάζεστε, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. 45 Ποιός ἄραγε εἶναι ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ φρόνιμος, τὸν ὁποῖο κατέστησε ὁ κύριος ἐπὶ τῆς ὑπηρεσίας του γιὰ νὰ δώσει σ᾿ αὐτοὺς τὴν τροφὴ στὸν καιρό της; 46 μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἐλθὼν ὁ Κύριός του θὰ βρεῖ ἔτσι κάμνοντα· 47 ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι σ᾿ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του θὰ τὸν καταστήσει. 48 Ἐὰν δὲ πεῖ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος στὴν καρδιά του: “βραδύνει ὁ Κύριός μου”, 49 καὶ ἀρχίσει νὰ χτυπᾷ τοὺς συνδούλους του, τρώει δὲ καὶ πίνει μὲ τῶν μεθυόντων, 50 θὰ ἔρθει ὁ Κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου σὲ ἡμέρα τὴν ὁποία δὲν προσδοκᾷ καὶ σὲ ὥρα τὴν ὁποία δὲν γνωρίζει, 51 καὶ θὰ τὸν διαχωρίσει, καὶ τὸ μέρος του μὲ τῶν ὑποκριτῶν θὰ θέσει· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν.
[25] 1 Τότε θὰ παρομοιαστεῖ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ δέκα παρθένες, οἱ ὁποῖες λαβοῦσες τὶς λαμπάδες τους ἐξῆλθαν γιὰ συνάντηση τοῦ νυμφίου. 2 Πέντε δὲ ἐξ αὐτῶν ἦταν μωρὲς καὶ πέντε φρόνιμες. 3 Ἐπειδὴ οἱ μωρὲς λαβοῦσες τὶς λαμπάδες τους δὲν ἔλαβαν μ᾿ αὐτῶν ἔλαιο. 4 Οἱ δὲ φρόνιμες ἔλαβαν ἔλαιο στὰ ἀγγεῖα μὲ τῶν λαμπάδων τους. 5 Βραδύνοντος δὲ τοῦ νυμφίου νύσταξαν ὅλες καὶ κοιμόνταν. 6 Μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ ἔχει γίνει: “ἰδοὺ ὁ νυμφίος, ἐξέρχεστε γιὰ συνάντησή του”. 7 Τότε ἐγέρθηκαν ὅλες οἱ παρθένες ἐκεῖνες καὶ ἐπένδυσαν τὶς λαμπάδες τους. 8 Οἱ δὲ μωρὲς εἶπαν στὶς φρόνιμες: “δῶστε σὲ μᾶς ἐκ τοῦ ἐλαίου σας, διότι οἱ λαμπάδες μας σβήνουν”. 9 Ἀποκρίθηκαν δὲ οἱ φρόνιμες λέγουσες: “μήπως δὲν ἀρκέσει γιὰ μᾶς καὶ γιὰ σᾶς· πορεύεστε μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντες καὶ ἀγοράσετε γιὰ σᾶς”. 10 Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν νὰ ἀγοράσουν ἦρθε ὁ νυμφίος, καὶ οἱ ἕτοιμες εἰσῆλθαν μ᾿ αὐτὸν στοὺς γάμους καὶ κλείστηκε ἡ θύρα. 11 Ὕστερα δὲ ἔρχονται καὶ οἱ λοιπὲς παρθένες, λέγουσες: “Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας”. 12 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: “ἀληθῶς σᾶς λέω, δὲν σᾶς ξέρω”. 13 Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν ὥρα. 14 Διότι ὅπως ἄνθρωπος ἀποδημῶν κάλεσε τοὺς δικούς του δούλους καὶ παρέδωσε σ᾿ αὐτοὺς τὰ ὑπάρχοντά του, 15 καὶ σὲ ἕναν μὲν ἔδωσε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δὲ δύο, σὲ ἄλλον δὲ ἕνα, στὸν καθένα κατὰ τὴ δικιά του δύναμη, καὶ ἀποδήμησε. Ἀμέσως 16 πορευθεὶς ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν ἐργάστηκε μ᾿ αὐτὰ καὶ κέρδησε ἄλλα πέντε· 17 τὸ ἴδιο ὁ τὰ δύο κέρδησε ἄλλα δύο. 18 Ὁ δὲ τὸ ἕνα λαβὼν ἀπελθὼν ἔσκαψε γῆ καὶ ἔκρυψε τὸ ἀργύριο τοῦ κυρίου του. 19 Μετὰ δὲ ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ παίρνει λογαριασμὸ μ᾿ αὐτῶν. 20 Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβών, προσέφερε ἄλλα πέντε τάλαντα, λέγων: “κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωσες, δές, ἄλλα πέντε τάλαντα κέρδησα”. 21 Εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ κύριός του: “εὖγε, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ λίγα ἤσουν πιστός, ἐπὶ πολλῶν θὰ σὲ καταστήσω· εἴσελθε στὴ χαρὰ τοῦ κυρίου σου”. 22 Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα, εἶπε: “κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωσες· δές, ἄλλα δύο τάλαντα κέρδησα”. 23 Εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ κύριός του: “εὖγε, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ λίγα ἤσουν πιστός, ἐπὶ πολλῶν θὰ σὲ καταστήσω· εἴσελθε στὴ χαρὰ τοῦ κυρίου σου”. 24 Προσελθὼν δὲ καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε λάβει τὸ ἕνα τάλαντο, εἶπε: “κύριε, σὲ γνωρίζω ὅτι εἶσαι σκληρὸς ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ συνάγων ἀπ᾿ ὅπου δὲν διασκόρπισες, 25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντό σου στὴ γῆ· δές, ἔχεις τὸ δικό σου”. 26 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριός του τοῦ εἶπε: “πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες ὅτι θερίζω ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ συνάγω ἀπ᾿ ὅπου δὲν διασκόρπισα; 27 Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βάλεις τὰ ἀργύριά μου στοὺς τραπεζίτες, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ θὰ ἔπαιρνα τὸ δικό μου μαζὶ μὲ τόκο. 28 Πάρετε λοιπὸν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντο καὶ δῶστε στὸν ἔχοντα τὰ δέκα τάλαντα· 29 διότι στὸν κάθε ἔχοντα θὰ δοθεῖ καὶ θὰ τοῦ περισσέψει, τοῦ δὲ μὴ ἔχοντος καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει θὰ παρθεῖ ἀπ᾿ αὐτοῦ. 30 Καὶ τὸν ἀχρεῖο δοῦλο ἐκβάλετε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο”· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. 31 Ὅταν δὲ ἔρθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ δόξα του καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μ᾿ αὐτόν, τότε θὰ καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης του· 32 καὶ θὰ συναχθοῦν ἐμπρός του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θὰ ξεχωρίσει αὐτοὺς ἀπ᾿ αλλήλων, ὅπως ὁ ποιμένας ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐριφίων, 33 καὶ θὰ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν του, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ ἀριστερῶν. 34 Τότε θὰ πεῖ ὁ βασιλέας στοὺς ἐκ δεξιῶν του: “ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσετε τὴν ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς βασιλεία ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. 35 Διότι πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ μὲ ποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ μὲ μαζέψατε, 36 γυμνὸς καὶ μὲ ντύσατε, ἀσθένησα καὶ μὲ ἐπισκεφτήκατε, σὲ φυλακὴ ἤμουν καὶ ἤρθατε πρὸς ἐμένα”. 37 Τότε θὰ ἀποκριθοῦν σ᾿ αὐτὸν οἱ δίκαιοι λέγοντες: “Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε πεινῶντα καὶ σὲ θρέψαμε, ἢ διψῶντα καὶ ποτίσαμε; 38 πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένο καὶ σὲ μαζέψαμε, ἢ γυμνὸ καὶ ἐνδύσαμε; 39 πότε δὲ σὲ εἴδαμε ἀσθενοῦντα ἢ σὲ φυλακὴ καὶ ἤρθαμε πρὸς ἐσένα”; 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλέας θὰ πεῖ σ᾿ αὐτούς: “ἀληθῶς σᾶς λέω, ἐφ᾿ ὅσον κάνατε σὲ ἕναν τούτων τῶν ἀδερφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, σὲ μένα κάνατε”. 41 Τότε θὰ πεῖ καὶ στοὺς ἐξ ἀριστερῶν: “πορεύεστε ἀπὸ μένα οἱ καταραμένοι στὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια τὴν ἑτοιμασμένη γιὰ τὸ διάβολο καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους του. 42 Διότι πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μὲ ποτίσατε, 43 ξένος ἤμουν καὶ δὲν μὲ μαζέψατε, γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ντύσατε, ἀσθενὴς καὶ σὲ φυλακὴ καὶ δὲν μὲ ἐπισκεφτήκατε”. 44 Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ λέγοντες: “Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε πεινῶντα, ἢ διψῶντα, ἢ ξένο, ἢ γυμνό, ἢ ἀσθενῆ, ἢ σὲ φυλακή, καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε”; 45 Τότε θὰ ἀποκριθεῖ σ᾿ αὐτοὺς λέγων: “ἀληθῶς σᾶς λέω, ἐφ᾿ ὅσον δὲν κάνατε σὲ ἕναν τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὔτε σὲ μένα κάνατε”. 46 Καὶ θὰ ἀπέλθουν τοῦτοι εἰς κόλαση αἰώνια, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴ αἰώνια».
[26] 1 Καὶ ὅταν τελείωσε ὁ Ἰησοῦς ὅλους τοὺς λόγους τούτους, εἶπε στοὺς μαθητές του: 2 «ξέρετε ὅτι μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται γιὰ νὰ σταυρωθεῖ». 3 Τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ στὸ μέγαρο τοῦ ἀρχιερέως, τοῦ λεγομένου Καϊάφα, 4 καὶ συμφώνησαν γιὰ νὰ πιάσουν τὸν Ἰησοῦ μὲ δόλο καὶ νὰ θανατώσουν· 5 ἔλεγαν δὲ: «ὄχι στὴν ἑορτή, γιὰ νὰ μὴ γίνει θόρυβος στὸ λαό». 6 Ὅταν ἦταν ὁ Ἰησοῦς στὴ Βηθανία, στὴν οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, 7 προσῆλθε σ᾿ αὐτὸν γυναῖκα ἔχουσα ἀλαβάστρινο μύρου μεγάλης ἀξίας, καὶ έχυσε ἐπὶ τὸ κεφάλι του καθημένου. 8 Ἰδόντες δὲ οἱ μαθητὲς ἀγανάκτησαν λέγοντες: «εἰς τί ἡ ἀπώλεια τούτη; 9 διότι μποροῦσε τοῦτο νὰ πωληθεῖ γιὰ πολλὰ καὶ νὰ δοθοῦν στοὺς πτωχούς». 10 Γνωρίσας δὲ ὁ Ἰησοῦς, τοὺς εἶπε: «γιατί ἐνοχοποιεῖτε τὴ γυναῖκα; διότι ἔργο καλὸ ἔκανε σὲ μένα· 11 διότι πάντοτε ἔχετε τοὺς πτωχοὺς μαζί σας, ἐμένα δὲ δὲν ἔχετε πάντοτε· 12 ἐπειδὴ ῥίψασα τούτη τὸ μύρο τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, γιὰ τὴν ταφή μου τὸ ἔκανε. 13 Ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅπου κηρυχθεῖ τὸ εὐαγγέλιο τοῦτο σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, θὰ μιληθεῖ καὶ ὅ,τι ἔκανε τούτη εἰς ἐνθύμησή της». 14 Τότε πορευθεὶς ἕνας τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς, 15 εἶπε: «τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς τὸν παραδώσω»; Οἱ δὲ ἔστησαν σ᾿ αὐτὸν τριάντα ἀργύρια. 16 Καὶ ἀπὸ τότε ζητοῦσε εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸν παραδώσει. 17 Τὴ δὲ πρώτη τῶν ἀζύμων προσῆλθαν οἱ μαθητὲς στὸν Ἰησοῦ, λέγοντες: «ποῦ θέλεις νὰ σοῦ ἑτοιμάσουμε νὰ φᾶς τὸ πάσχα»; 18 Ὁ δὲ εἶπε: «πηγαίνετε στὴν πόλη πρὸς τὸν τάδε, καὶ πεῖτε σ᾿ αὐτόν: “ὁ διδάσκαλος λέει: ‘ὁ καιρός μου πλησίον εἶναι, πρὸς ἐσένα κάνω τὸ πάσχα μὲ τοὺς μαθητές μου’”». 19 Καὶ ἔκαναν οἱ μαθητὲς ὅπως τοὺς συνέταξε ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἑτοίμασαν τὸ πάσχα. 20 Ἑσπέρας δὲ γενομένης, ἔκατσε μὲ τοὺς δώδεκα. 21 Καὶ ἐνῶ ἔτρωγαν, εἶπε: «ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσει». 22 Καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἄρχισαν νὰ τοῦ λένε ὁ καθένας: «μήπως ἐγὼ εἶμαι, Κύριε»; 23 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «αὐτὸς ποὺ θα βουτήξει μαζί μου τὸ χέρι στὸ δοχεῖο, τοῦτος θὰ μὲ παραδώσει. 24 Ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου φεύγει καθὼς ἔχει γραφθεῖ γι᾿ αὐτόν, οὐαὶ δὲ στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται· καλὸ θὰ ἦταν σ᾿ αὐτὸν ἂν δὲν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος». 25 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰούδας, ὁ παραδίδων αὐτόν, εἶπε: «μήπως ἐγὼ εἶμαι, ῥαββί»; Λέει σ᾿ αὐτόν: «ἐσὺ εἶπες». 26 Ἐνῶ δὲ ἔτρωγαν, λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτο καὶ εὐλογήσας ἔκοψε, καὶ δώσας στοὺς μαθητές, εἶπε: «λάβετε φάγετε, τοῦτο εἶναι τὸ σῶμά μου». 27 Καὶ λαβὼν ποτήρι καὶ εὐχαριστήσας, ἔδωσε σ᾿ αὐτούς, λέγων: «πιεῖτε ἐξ αὐτοῦ ὅλοι, 28 διότι τοῦτο εἶναι τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενο εἰς ἄφεση ἁμαρτιῶν. 29 Λέω δὲ σὲ σᾶς, δὲν θὰ πιῶ ἀπὸ τὸ ἐξῆς ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μαζί σας καινούργιο στὴ βασιλεία τοῦ Πατρός μου». 30 Καὶ ὑμνήσαντες, ἐξῆλθαν γιὰ τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν. 31 Τότε λέει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «ὅλοι ἐσεῖς θὰ σκανδαλιστεῖτε μὲ μένα τὴ νύκτα ἐτούτη, διότι ἔχει γραφθεῖ: <θὰ πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ θὰ διασκορπιστοῦν τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης>. 32 Μετὰ δὲ ποὺ θὰ ἐγερθῶ, θὰ σᾶς προϋπαντήσω στὴ Γαλιλαία». 33 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «ἂν ὅλοι σκανδαλιστοῦν μὲ σένα, ἐγὼ ποτὲ δὲν θὰ σκανδαλιστῶ». 34 Εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «ἀληθῶς σοῦ λέω, ὅτι ἐτούτη τὴ νύκτα, πρὶν πετεινὸς νὰ φωνάξει, τρεῖς φορὲς θὰ μὲ ἀπαρνηθεῖς». 35 Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Πέτρος: «καὶ ἂν ἐγὼ πρέπει μαζὶ μὲ σένα νὰ πεθάνω, δὲν θὰ σ᾿ ἀπαρνηθῶ». Ὁμοίως καὶ ὅλοι οἱ μαθητὲς εἶπαν. 36 Τότε ἔρχεται μ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς σὲ τόπο λεγόμενο Γεθσημανί, καὶ λέει στοὺς μαθητές: «καθίσετε αὐτοῦ ἕως ὅτου ἀπελθὼν ἐκεῖ, νὰ προσευχηθῶ». 37 Καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρο καὶ τοὺς δύο υἱοὺς Ζεβεδαίου, ἄρχισε νὰ λυπᾶται καὶ νὰ ἀδημονεῖ. 38 Τότε λέει σ᾿ αὐτούς: «περίλυπος εἶναι ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνετε ἐδῶ καὶ ἀγρυπνεῖτε μαζί μου». 39 Καὶ προελθὼν λίγο ἔπεσε ἐπὶ πρόσωπό του προσευχόμενος καὶ λέγων: «Πατέρα μου, ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ παρέλθει ἀπὸ μένα τὸ ποτήρι τοῦτο· πλήν, ὄχι ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὅπως ἐσύ». 40 Καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς βρίσκει κοιμωμένους, καὶ λέει στὸν Πέτρο: «ἔτσι δὲν μπορέσατε μία ὥρα νὰ ἀγρυπνήσετε μαζί μου; 41 ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθετε σὲ πειρασμό· τὸ μὲν πνεῦμα εἶναι πρόθυμο, ἡ δὲ σάρκα ἀσθενής». 42 Πάλι δεύτερη φορὰ ἀπελθών, προσευχήθηκε λέγων: «Πατέρα μου, ἂν δὲν γίνεται τοῦτο νὰ παρέλθει ἐὰν δὲν πιῶ αὐτό, ἂς γίνει τὸ θέλημά σου». 43 Καὶ ἐλθὼν πάλι τοὺς βρῆκε κοιμωμένους, διότι ἦταν τὰ μάτια τους κουρασμένα. 44 Καὶ ἀφήσας αὐτούς, πάλι ἀπελθὼν προσευχήθηκε τρίτη φορὰ εἰπὼν πάλι τὸν ἴδιο λόγο. 45 Τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς λέει: «κοιμᾶστε, τὸ λοιπόν, καὶ ἀναπαύεστε· ἰδοὺ πλησίασε ἡ ὥρα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται σὲ χέρια ἁμαρτωλῶν. 46 Ἐγείρεστε, φεύγουμε· ἰδοὺ ἔφτασε ὁ παραδίδων με». 47 Καὶ ἀκόμη αὐτοῦ ὁμιλοῦντος, ἰδοὺ ὁ Ἰούδας, ἕνας τῶν δώδεκα, ἦρθε, καὶ μ᾿ αὐτὸν ὄχλος πολὺς μὲ μάχαιρες καὶ ξύλα, ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. 48 Ὁ δὲ παραδίδων αὐτὸν τοὺς ἔδωσε σημεῖο λέγων: «αὐτὸν ποὺ θὰ φιλήσω αὐτὸς εἶναι, κρατήσετέ τον». 49 Καὶ ἀμέσως προσελθὼν στὸν Ἰησοῦ εἶπε: «χαῖρε, ῥαββί», καὶ τὸν καταφίλησε. 50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «φίλε, ἐπὶ τὸ ὁποῖο παρίστασαι». Τότε προσελθόντες ἐπέβαλαν τὰ χέρια ἐπὶ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν ἔπιασαν. 51 Καὶ ἰδοὺ ἕνας ἀπ᾿ αὐτῶν μὲ τὸν Ἰησοῦ, ἐκτείνας τὸ χέρι ἀπέσπασε τὴ μάχαιρά του καὶ πατάξας τὸ δοῦλο τοῦ ἀρχιερέως ἀφαίρεσε τὸ αὐτί του. 52 Τότε λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «ἐπίστρεψε τὴ μάχαιρά σου στὸν τόπο της· διότι ὅλοι οἱ λαβόντες μάχαιρα, μὲ μάχαιρα θὰ σκοτωθοῦν. 53 Ἢ νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ νὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου, καὶ νὰ παραστήσει σὲ μένα τώρα περισσότερο ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων; 54 Πῶς λοιπὸν θὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ γραφὲς ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνει»; 55 Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶπε ὁ Ἰησοῦς στοὺς ὄχλους: «ὡς ἐπὶ λῃστὴ ἐξήλθατε μὲ μαχαιρῶν καὶ ξύλων νὰ μὲ συλλάβετε; κάθε ἡμέρα στὸ ἱερὸ καθόμουν διδάσκων καὶ δὲν μὲ πιάσατε. 56 Τοῦτο δὲ ὅλο ἔχει γίνει γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ γραφὲς τῶν προφητῶν». Τότε οἱ μαθητὲς ὅλοι ἀφήσαντες αὐτὸν ἔφυγαν. 57 Οἱ δὲ πιάσαντες τὸν Ἰησοῦ πῆγαν πρὸς Καϊάφα τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν. 58 Ὁ δὲ Πέτρος τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν μέσα καθόταν μὲ τῶν ὑπηρετῶν νὰ δεῖ τὸ τέλος. 59 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ συνέδριο ὅλο ζητοῦσαν ψευδομαρτυρία κατὰ τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, 60 καὶ δὲν βρῆκαν, πολλῶν προσελθόντων ψευδομαρτύρων. Ὕστερα δὲ προσελθόντες δύο, 61 εἶπαν: «τοῦτος εἶπε: “μπορῶ νὰ κατεδαφίσω τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν νὰ οἰκοδομήσω”». 62 Καὶ σηκωθεὶς ὁ ἀρχιερέας τοῦ εἶπε: «τίποτα δὲν ἀποκρίνεσαι σ᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦτοι σοῦ καταμαρτυροῦν»; 63 Ὁ δὲ Ἰησοῦς σιωποῦσε. Καὶ ὁ ἀρχιερέας τοῦ εἶπε: «σὲ ὁρκίζω στὸ Θεὸ τὸν ζῶντα γιὰ νὰ μᾶς πεῖς ἂν ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». 64 Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς: «ἐσὺ εἶπες. Πλήν, σᾶς λέω· ἀπὸ τὸ ἐξῆς θὰ δεῖτε τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου καθήμενο ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενο ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ». 65 Τότε ὁ ἀρχιερέας διέσχισε τὰ ἱματιά του, λέγων: «βλασφήμησε… Τί ἀνάγκη πλέον ἔχουμε μαρτύρων; δεῖτε, τώρα ἀκούσατε τὴ βλασφημία· 66 τί σᾶς φαντάζει»; Οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπαν: «ἔνοχος θανάτου εἶναι»! 67 Τότε ἔφτυσαν στὸ πρόσωπό του καὶ τὸν γρονθοκόπησαν, οἱ δὲ χαστούκισαν, 68 λέγοντες: «προφήτευσε σὲ μᾶς, Χριστέ, Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ χτύπησε»; 69 Ὁ δὲ Πέτρος καθόταν ἔξω στὴν αὐλή· καὶ προσῆλθε σ᾿ αὐτὸν μία δούλη, λέγουσα: «καὶ ἐσὺ ἤσουν μὲ τὸν Ἰησοῦ τὸ Γαλιλαῖο». 70 Ὁ δὲ ἀρνήθηκε ἐμπρὸς ὅλων λέγων: «δὲν ξέρω τὶ λές». 71 Ἐξελθὼν δὲ στὸν πυλῶνα, τὸν εἶδε ἄλλη καὶ λέει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ἐκεῖ: «τοῦτος ἦταν μὲ τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο». 72 Καὶ πάλι ἀρνήθηκε μὲ ὅρκο, ὅτι: «δὲν ξέρω τὸν ἄνθρωπο»! 73 Μετὰ ἀπὸ λίγο δὲ προσελθόντες οἱ ἱστάμενοι εἶπαν στὸν Πέτρο: «ἀληθῶς καὶ ἐσὺ ἐξ αὐτῶν εἶσαι, διότι καὶ ἡ λαλιά σου φανερὸ σὲ κάνει». 74 Τότε ἄρχισε νὰ ἀναθεματίζει καὶ νὰ ὁρκίζεται, ὅτι: «δὲν ξέρω τὸν ἄνθρωπο»…! Καὶ ἀμέσως πετεινὸς φώναξε. 75 Καὶ θυμήθηκε ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Ἰησοῦ ἔχοντος πεῖ ὅτι: “πρὶν πετεινὸς νὰ φωνάξει, τρεῖς φορὲς θὰ μὲ ἀπαρνηθεῖς”· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαψε πικρῶς.
[27] 1 Πρωίας δὲ γενομένης, συμβούλιο ἔλαβαν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν· 2 καὶ δέσαντες αὐτὸν τὸν πῆραν καὶ παρέδωσαν στὸν Πιλάτο τὸν ἡγεμόνα. 3 Τότε ἰδὼν ὁ Ἰούδας, ὁ παραδίδων αὐτόν, ὅτι κατακρίθηκε, μεταμεληθεὶς ἐπέστρεψε τὰ τριάντα ἀργύρια στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους, 4 λέγων: «ἁμάρτησα παραδώσας αἷμα ἀθῷο». Οἱ δὲ εἶπαν: «τί πρὸς ἐμᾶς; ἐσὺ θὰ εὐθύνεσαι». 5 Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια στὸ ναὸ ἀναχώρησε, καὶ ἀπελθὼν κρεμάστηκε. 6 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια, εἶπαν: «δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βάλουμε αὐτὰ στὸ ταμεῖο, ἐπειδὴ τιμὴ αἵματος εἶναι». 7 Συμβούλιο δὲ λαβόντες, ἀγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸ τοῦ κεραμέως γιὰ ταφὴ γιὰ τοὺς ξένους. 8 Διὸ καὶ κλήθηκε ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος, “ἀγρὸς αἵματος” ἕως σήμερα. 9 Τότε ἐκπληρώθηκε τὸ λεχθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος: <καὶ ἔλαβαν τὰ τριάντα ἀργύρια, τὴν τιμὴ τοῦ τιμημένου, τὸν ὁποῖο ἐκτίμησαν ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, 10 καὶ τὰ ἔδωσαν στὸν ἀγρὸ τοῦ κεραμέως, καθὼς συνέταξε σὲ μένα ὁ Κύριος>. — 11 Ὁ δὲ Ἰησοῦς στάθηκε ἐμπρὸς τοῦ ἡγεμόνος· καὶ τὸν ῥώτησε ὁ ἡγεμόνας λέγων: «ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων»; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «ἐσὺ λές». 12 Καὶ κατὰ ποὺ κατηγορεῖτο αὐτὸς ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων, τίποτα δὲν ἀποκρινόταν. 13 Τότε λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος: «δὲν ἀκοῦς πόσα σοῦ καταμαρτυροῦν»; 14 Καὶ δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε πρὸς κανένα λόγο, ὥστε νὰ θαυμάζει πολὺ τὸν ἡγεμόνα. 15 Κατὰ δὲ τὴν ἑορτή, ἦταν συνηθισμένο ὁ ἡγεμόνας νὰ ἐλευθερώνει ἕνα δέσμιο στὸν ὄχλο, αὐτὸν ποὺ ἤθελαν. 16 Εἶχαν δὲ τότε δέσμιο περιβόητο, λεγόμενο Ἰησοῦ Βαραββᾶ. 17 Συνηγμένων λοιπὸν αὐτῶν, τοὺς εἶπε ὁ Πιλᾶτος: «ποιόν θέλετε νὰ σᾶς ἐλευθερώσω, Ἰησοῦ τὸ Βαραββᾶ ἢ Ἰησοῦ τὸν λεγόμενο Χριστό»; 18 Διότι ἤξερε ὅτι γιὰ φθόνο τὸν παρέδωσαν. 19 Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος, ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκά του, λέγουσα: «μὴν εἶναι τίποτε μεταξὺ ἐσένα και τοῦ δικαίου ἐκείνου· διότι πολλὰ ἔπαθα σήμερα γι᾿ αὐτὸν σὲ ὄνειρο». 20 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ὥστε νὰ αἰτηθοῦν τὸ Βαραββᾶ, τὸν δὲ Ἰησοῦ νὰ θανατώσουν. 21 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμόνας τοὺς εἶπε: «ποιόν θέλετε ἀπὸ τῶν δύο νὰ σᾶς ἐλευθερώσω»; Οἱ δὲ εἶπαν: «τὸ Βαραββᾶ». 22 Λέει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος: «τί λοιπὸν νὰ κάνω τὸν Ἰησοῦ τὸν λεγόμενο Χριστό»; Λένε ὅλοι: «νὰ σταυρωθεῖ». 23 Ὁ δὲ εἶπε: «γιατί, τί κακὸ ἔκανε»; Οἱ δὲ περισσότερο ἔκραζαν λέγοντες: «νὰ σταυρωθεῖ»! 24 Ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι σὲ τίποτα δὲν ὠφελεῖ ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν νερὸ ξέπλυνε τὰ χέρια ἐνώπιον τοῦ ὄχλου, λέγων: «ἀθῷος εἶμαι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου· ἐσεῖς θὰ εὐθύνεστε». 25 Καὶ ἀποκριθεὶς ὅλος ὁ λαὸς εἶπε: «τὸ αἷμά του ἐπάνω μας καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα μας». 26 Τότε ἐλευθέρωσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ Βαραββᾶ, τὸν δὲ Ἰησοῦ μαστιγώσας παρέδωσε γιὰ νὰ σταυρωθεῖ. 27 Τότε οἱ στρατιῶτες τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦ στὸ πραιτώριο, συνήγαγαν ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλη τὴ φρουρά. 28 Καὶ ἐκδύσαντες αὐτόν, μανδύα κόκκινο τοῦ περιέθεσαν, 29 καὶ πλέξαντες στεφάνι ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθεσαν ἐπὶ τὸ κεφάλι του, καὶ καλάμι στὸ δεξί του, καὶ γονατίσαντες ἐμπρός του τὸν ἐνέπαιξαν λέγοντες: «χαῖρε, βασιλέα τῶν Ἰουδαίων», 30 καὶ τὸν ἔφτυσαν, καὶ ἔλαβαν τὸ καλάμι καὶ χτυποῦσαν τὸ κεφάλι του. 31 Καὶ ὅταν τὸν ἐνέπαιξαν, ἐξέδυσαν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸ μανδύα καὶ τὸν ἔντυσαν μὲ τὰ ἱμάτιά του, καὶ τὸν πῆγαν γιὰ νὰ σταυρωθεῖ. 32 Ἐξερχόμενοι δέ, βρῆκαν ἄνθρωπο Κυρηναῖο, μὲ ὄνομα Σίμωνα, τοῦτον ἀγγάρευσαν γιὰ νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του. 33 Καὶ ἐλθόντες σὲ τόπο λεγόμενο Γολγοθᾶ, τὸ ὁποῖο εἶναι Κρανίου Τόπος λεγόμενος, 34 ἔδωσαν σ᾿ αὐτὸν νὰ πιεῖ οἶνο μὲ χολῆς ἀναμεμειγμένο· καὶ γευθεὶς δὲν θέλησε νὰ πιεῖ. 35 Σταυρώσαντες δὲ αὐτόν, διαμοίρασαν τὰ ἱμάτιά του ῥίψαντες κλῆρο, 36 καὶ καθήμενοι τὸν ἐπέβλεπαν ἐκεῖ. 37 Καὶ ἐπέθεσαν ἐπάνω τοῦ κεφαλιοῦ του τὴν αἰτία του γραμμένη: “τοῦτος εἶναι Ἰησοῦς ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων”. 38 Τότε σταυρώνονται μαζὶ μ᾿ αὐτὸν δύο λῃστές, ἕνας ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνας ἐξ ἀριστερῶν. 39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι τὸν βλασφημοῦσαν κουνῶντας τὰ κεφάλια τους 40 καὶ λέγοντες: «ὁ κατεδαφίζων τὸ ναὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες οἰκοδομῶν, σῶσε τὸν ἑαυτό σου, ἂν Υἱὸς εἶσαι τοῦ Θεοῦ, καὶ κατέβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ». 41 Ὁμοίως καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες, μὲ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων, ἔλεγαν: 42 «ἄλλους ἔσωσε, τὸν ἑαυτό του δὲν μπορεῖ νὰ σώσει· βασιλέας τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι, ἂς κατέβει τώρα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ θὰ πιστέψουμε ἐπ᾿ αὐτόν. 43 Ἦταν πεπεισμένος ἐπὶ τὸ Θεό, ἂς ἐλευθερώσει τώρα ἂν θέλει αὐτόν· διότι εἶπε ὅτι: “Θεοῦ εἶμαι Υἱός”». 44 Τὸ δὲ κατ᾿ αὐτό, καὶ οἱ λῃστὲς οἱ συσταυρωθέντες μαζὶ μ᾿ αὐτόν, τὸν ὀνείδιζαν. 45 Ἀπὸ δὲ τὶς δώδεκα ἡ ὥρα σκότος ἔγινε ἐφ᾿ ὅλη τὴ γῆ ἕως τὶς τρεῖς ἡ ὥρα. 46 Περὶ δὲ τὶς τρεῖς ἡ ὥρα ἀναβόησε ὁ Ἰησοῦς μὲ φωνὴ μεγάλη λέγων: «Ἠλί, Ἠλί, λεμὰ σαβαχθανί»; δηλαδή: “Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες”; 47 Κάποιοι δὲ τῶν ἐκεῖ ἱσταμένων ἀκούσαντες, ἔλεγαν ὅτι: «τὸν Ἠλία φωνάζει τοῦτος». 48 Καὶ ἀμέσως τρέξας ἕνας ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σφουγγάρι βούτηξε στὸ ξύδι καὶ περιθέσας σὲ καλάμι τὸν πότιζε. 49 Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγαν: «ἄσε νὰ δοῦμε ἂν ἔρχεται ὁ Ἠλίας νὰ τὸν σώσει». 50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλι κράξας μὲ φωνὴ μεγάλη ἄφησε τὸ πνεῦμα. 51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω στὰ δύο, καὶ ἡ γῆ σείστηκε καὶ οἱ πέτρες σχίστηκαν, 52 καὶ τὰ μνημεῖα ἀνοίχθηκαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κοιμωμένων ἁγίων ἐγέρθηκαν, 53 καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσή του, εἰσῆλθαν στὴν ἁγία πόλη καὶ ἐμφανίστηκαν σὲ πολλούς. 54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦταν μ᾿ αὐτόν, οἱ ἐπιβλέποντες τὸν Ἰησοῦ, ἰδόντες τὸ σεισμὸ καὶ τὰ γενόμενα φοβήθηκαν σφόδρα, λέγοντες: «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦταν τοῦτος»! 55 Ἦταν δὲ ἐκεῖ γυναῖκες πολλὲς ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἔβλεπαν, οἱ ὁποῖες ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὑπηρετοῦσες αὐτόν· 56 στὶς ὁποῖες ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου, καὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἡ μητέρα καὶ ἡ μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου. 57 Ὅταν δὲ ἔφτασε τὸ δειλινό, ἦρθε ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας, τὸ ὄνομα Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς μαθήτευσε στὸν Ἰησοῦ· 58 τοῦτος προσελθὼν στὸν Πιλᾶτο αἰτήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Τότε ὁ Πιλᾶτος διέταξε νὰ ἀποδοθεῖ. 59 Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ τὸ τύλιξε μὲ σάβανο ἀμιγές, 60 καὶ τὸ ἔβαλε στὸ καινούργιο του μνημεῖο, τὸ ὁποῖο λατόμησε στὸ βράχο, καὶ προσκυλίσας λίθο μεγάλο στὴ θύρα τοῦ μνημείου ἀπῆλθε. 61 Ἦταν δὲ ἐκεῖ ἡ Μαριὰμ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμενες ἀπέναντι τοῦ τάφου. 62 Τὴ δὲ ἐπαύριο, ἡ ὁποία εἶναι μετὰ τὴν παρασκευή, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαίοι πρὸς Πιλᾶτο, 63 λέγοντες: «κύριε, θυμηθήκαμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε ἀκόμη ζῶν: “μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἐγείρομαι”. 64 Διάταξε λοιπὸν νὰ ἀσφαλιστεῖ ὁ τάφος ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθητές του τὸν κλέψουν, καὶ ποῦν στὸ λαό: “ἐγέρθηκε ἀπὸ τῶν νεκρῶν”, καὶ θὰ εἶναι ἡ ὕστερη πλάνη χειρότερη τῆς πρώτης». 65 Εἶπε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος: «πάρετε φρουρά· πηγαίνετε ἀσφαλίσετε ὅπως ξέρετε». 66 Οἱ δὲ πορευθέντες ἀσφάλισαν τὸν τάφο σφραγίσαντες τὸ λίθο μὲ τῆς φρουρᾶς.
[28] 1 Ἀργὰ δὲ σαββάτων, τὸ ξημέρωμα, στὴ μία τῆς ἑβδομάδος, ἦρθε ἡ Μαριὰμ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία νὰ παρατηρήσουν τὸν τάφο. 2 Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἔγινε μέγας· διότι ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἐξ οὐρανοῦ καὶ προσελθὼν ἀποκύλησε τὸ λίθο καὶ καθόταν ἐπάνω του. 3 Ἦταν δὲ ἡ ἐμφάνισή του ὅπως ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ ὅπως τὸ χιόνι. 4 Ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ σείστηκαν οἱ φυλάττοντες καὶ ἔγιναν ὡς νεκροί. 5 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες: «μὴ φοβᾶστε ἐσεῖς, διότι ξέρω ὅτι τὸν Ἰησοῦ τὸν σταυρωμένο ζητᾶτε· 6 δὲν εἶναι ἐδῶ, διότι ἐγέρθηκε καθὼς εἶπε· ἐλᾶτε, δεῖτε τὸν τόπο ὅπου κειτόταν. 7 Καὶ γρήγορα πορευθεῖσες πεῖτε στοὺς μαθητές του ὅτι ἐγέρθηκε ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προϋπαντᾷ ἐσᾶς στὴ Γαλιλαία, ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε· ἰδοὺ σᾶς εἶπα». 8 Καὶ ἀπελθοῦσες γρήγορα ἀπὸ τοῦ μνημείου μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη ἔτρεξαν νὰ ἀπαγγείλουν στοὺς μαθητές του. 9 Καὶ ἰδοὺ ὁ Ἰησοῦς τὶς συνάντησε λέγων: «χαίρετε». Οἱ δὲ προσελθοῦσες τοῦ κράτησαν τὰ πόδια καὶ τὸν προσκύνησαν. 10 Τότε λέει σ᾿ αὐτὲς ὁ Ἰησοῦς: «μὴ φοβᾶστε· πηγαίνετε, ἀπαγγείλετε στοὺς ἀδερφούς μου γιὰ νὰ ἀπέλθουν στὴ Γαλιλαία, καὶ ἐκεῖ θὰ μὲ δοῦν». 11 Πορευομένων δὲ αὐτῶν, ἰδοὺ κάποιοι τῆς φρουρᾶς ἐλθόντες στὴν πόλη ἀπήγγειλαν στοὺς ἀρχιερεῖς ὅλα τὰ γενόμενα. 12 Καὶ συναχθέντες με τῶν πρεσβυτέρων καὶ συμβούλιο καμόντες, ἀργύρια ἀρκετὰ ἔδωσαν στοὺς στρατιῶτες, 13 λέγοντες: «πεῖτε ὅτι: “οἱ μαθητές του τὴ νύκτα ἐλθόντες τὸν ἔκλεψαν ἀπὸ μᾶς ἐνῶ κοιμόμασταν”. 14 Καὶ ἐὰν ἀκουστεῖ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἐμεῖς θὰ τὸν πείσουμε καὶ ἐσᾶς θὰ σᾶς ἀπαλλάξουμε ἀπὸ ἔγνοιας». 15 Οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια ἔκαναν ὅπως διδάχτηκαν. Καὶ ἐξαπλώθηκε ὁ λόγος τοῦτος στοὺς Ἰουδαίους μέχρι τὴ σημερινὴ ἡμέρα. 16 Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθητὲς πορεύτηκαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ὅπου παρήγγειλε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, 17 καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσκύνησαν, οἱ δὲ δίστασαν. 18 Καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς μίλησε σ᾿ αὐτοὺς λέγων: «μοῦ δόθηκε κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. 19 Πορευθέντες λοιπὸν μαθητεύσετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντες αὐτοὺς νὰ φυλάττουν ὅλα ὅσα διέταξα σὲ σᾶς· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».