[1] Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ Θεοῦ.      Καθὼς ἔχει γραφθεῖ στὸν Ἠσαΐα τὸν προφήτη: <δοὺ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελό μου πρὸ προσώπου σου, ὁ ὁποῖος θὰ διαμορφώσει τὴν ὁδό σου· φωνὴ βοῶντος στὴν ἔρημο· ἑτοιμάσετε τὴν ὁδὸ Κυρίου, εὐθεῖς κάμνετε τοὺς δρόμους του>, ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτίζων στὴν ἔρημο καὶ κηρύττων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεση ἁμαρτιῶν. Καὶ ἐκπορευόταν πρὸς αὐτὸν ὅλη ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἰεροσολυμῖτες ὅλοι, καὶ βαπτίζονταν ὑπ᾿ αὐτοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες τους. Καὶ ἦταν ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος μὲ τρίχες καμήλας καὶ ζώνη δερμάτινη γύρῳ ἀπὸ τὴ μέση του, καὶ τρώγων ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο.      Καὶ κήρυττε λέγων: «ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου πίσω μου, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἱκανὸς κύψας νὰ λύσω τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Ἐγὼ σᾶς βάπτισα σὲ νερό, αὐτὸς δέ, θὰ σᾶς βαπτίσει μὲ Πνεῦμα γιο».
     Καὶ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ βαπτίστηκε στὸν Ἰορδάνη ὑπὸ Ἰωάννου. 10 Καὶ ἀμέσως, ἐνῶ ἀνέβαινε ἐκ τοῦ νεροῦ, εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστέρι νὰ κατεβαίνει εἰς αὐτόν· 11 καὶ φωνὴ ἔγινε ἐκ τῶν οὐρανῶν: «ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, μὲ σένα εὐδόκησα».      12 Καὶ ἀμέσως τὸ Πνεῦμα τὸν ἐκβάλλει στὴν ἔρημο. 13 Καὶ ἦταν στὴν ἔρημο σαράντα ἡμέρες δοκιμαζόμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, καὶ ἦταν μὲ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν ὑπηρετοῦσαν.
     14 Μετὰ δὲ ποὺ παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στὴ Γαλιλαία κηρύττων τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, 15 καὶ λέγων τι: «ἔχει ἐκπληρωθεῖ ὁ καιρὸς καὶ πλησίασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε στὸ εὐαγγέλιο.      16 Καὶ παρελθὼν παρὰ τὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε τὸ Σίμωνα καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδερφὸ Σίμωνος, ῥίπτοντες δίκτυ στὴ θάλασσα· διότι ἦταν λιεῖς. 17 Καὶ εἶπε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «ἐλᾶτε πίσω μου, καὶ θὰ σᾶς κάνω νὰ γίνετε λιεῖς ἀνθρώπων»18 Καὶ ἀμέσως ἀφήσαντες τὰ δίκτυα τὸν ἀκολούθησαν. 19 Καὶ προχωρῶν λίγο εἶδε τὸν Ἰάκωβο τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀδερφό του, καὶ αὐτοὺς στὸ πλοῖο καταρτίζοντες τὰ δίκτυα, 20 καὶ ἀμέσως τοὺς κάλεσε. Καὶ ἀφήσαντες τὸν πατέρα τους Ζεβεδαῖο στὸ πλοῖο μὲ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθαν πίσω του.      21 Καὶ εἰσπορεύονται στὴν Καφαρναούμ· καὶ ἀμέσως τὰ σάββατα εἰσελθὼν στὴ συναγωγὴ δίδασκε. 22 Καὶ ἐκπλήσσονταν μὲ τὴ διδαχή του· διότι ἦταν διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσία ἔχων καὶ ὄχι ὅπως οἱ γραμματεῖς.      23 Καὶ ἀμέσως ἦταν στὴ συναγωγή τους ἄνθρωπος μὲ πνεῦμα ἀκάθαρτο, καὶ ἀνέκραξε 24 λέγων: «τί θέλεις ἐσὺ μὲ μᾶς, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦρθες νὰ μᾶς ἀφανίσεις; σὲ ξέρω ποιὸς εἶσαι, ὁ γιος τοῦ Θεοῦ. 25 Καὶ ἐπιτίμησε αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων: «φιμώσου καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ»26 Καὶ ἀφοῦ τὸν σπάραξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτο καὶ φώναξε μὲ φωνὴ μεγάλη, ἐξῆλθε ἐξ αὐτοῦ. 27 Καὶ ἔγιναν ἔκθαμβοι ὅλοι ὥστε νὰ συζητοῦν μεταξύ τους λέγοντες: «τί εἶναι τοῦτο; διδαχὴ καινούργια κατ᾿ ἐξουσία· καὶ στὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα ἐπιτάσσει, καὶ ὑπακοῦνε σ᾿ αὐτόν! 28 Καὶ ἐξῆλθε ἡ ἀκοή του ἀμέσως πανταχοῦ σ᾿ ὅλη τὴν περίχωρο τῆς Γαλιλαίας.      29 Καὶ ἀμέσως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦρθαν στὴν οἰκία Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μὲ τὸν άκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη30 Ἡ δὲ πεθερὰ Σίμωνος ἦταν κατάκοιτη μὲ πυρετό, καὶ ἀμέσως τοῦ λένε γι᾿ αὐτήν31 Καὶ προσελθὼν τὴ σήκωσε κρατήσας τοῦ χεριοῦ· καὶ τὴν ἄφησε ὁ πυρετός, καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε.      32 Δειλινοῦ δὲ γενομένου, ὅταν ἔδυε ὁ ἥλιος, ἔφεραν πρὸς αὐτὸν ὅλους τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· 33 καὶ ἦταν ὅλη ἡ πόλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴ θύρα. 34 Καὶ θεράπευσε πολλοὺς πάσχοντες μὲ ποικίλες νόσους καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε καὶ δὲν ἄφηνε νὰ μιλοῦν τὰ δαιμόνια, διότι τὸν ἤξεραν.      35 Καὶ τὸ πρωί, σκοτεινὰ πολύ, ἐγερθεὶς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθε σὲ ἔρημο τόπο καὶ ἐκεῖ προσευχόταν. 36 Καὶ τὸν ἀκολούθησαν ὁ Σίμων καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦταν μ᾿ αὐτόν37 καὶ τὸν βρῆκαν καὶ τοῦ λένε ὅτι: «ὅλοι σὲ ζητοῦν»38 Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «πᾶμε ἀλλοῦ στὰ πλησίον χωριά, γιὰ νὰ κηρύξω καὶ ἐκεῖ· διότι γιὰ τοῦτο ἐξῆλθα».      39 Καὶ ἦρθε κηρύττων στὶς συναγωγές τους σ᾿ ὅλη τὴ Γαλιλαία καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων. 40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονατίζων καὶ λέγων σ᾿ αὐτὸν ὅτι: «ἐὰν θέλεις μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσεις»41 Καὶ σπλαχνισθεὶς ἐκτείνας τὸ χέρι του τὸν ἄγγιξε καὶ τοῦ λέει: «θέλω, καθαρίσου»· 42 καὶ ἀμέσως ἀπῆλθε ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ καθαρίστηκε. 43 Καὶ προειδοποιήσας ἐντόνως αὐτὸν ἀμέσως τὸν ἐξέβαλε 44 καὶ τοῦ λέει: «βλέπε, σὲ κανέναν τίποτα μὴν πεῖς, ἀλλὰ πήγαινε, τὸν ἑαυτό σου δεῖξε στὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου αὐτὰ ποὺ προσέταξε ὁ Μωυσῆς, γιὰ μαρτυρία σ᾿ αὐτούς»45 Ὁ δὲ ἐξελθὼν ἄρχισε νὰ κηρύττει πολλὰ καὶ νὰ ἀπαγγέλλει τὸ λόγο, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ πλέον φανερῶς σὲ πόλη νὰ εἰσέλθει, ἀλλ᾿ ἔξω σ᾿ ἐρήμους τόπους ἦταν· καὶ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν ἀπὸ παντοῦ. 
[2] Καὶ εἰσελθὼν πάλι στὴν Καφαρναούμ, δι᾿ ἡμερῶν, ἀκούστηκε ὅτι εἶναι σὲ οἶκο. Καὶ συνήχθησαν πολλοὶ ὥστε νὰ μὴν χωροῦν πλέον οὔτε τὰ πρὸς τὴ θύρα, καὶ μιλοῦσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ λόγο. Καὶ ἔρχονται φέροντες πρὸς αὐτὸν παράλυτο σηκωμένο ὑπὸ τεσσάρων. Καὶ μὴ μπορῶντας νὰ φέρουν πρὸς αὐτὸν διὰ τὸν ὄχλο, ἀποκάλυψαν τὴ στέγη ὅπου ἦταν, καὶ διαρρήξαντες κατεβάζουν τὸ κρεβάτι ὅπου ὁ παράλυτος κατέκειτο. Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστη τους λέει στὸν παράλυτο: «τέκνο, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Ἦταν δὲ κάποιοι τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι στὶς καρδιές τους: Τί μιλᾷ ἔτσι τοῦτος; βλασφημεῖ… Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός»; Καὶ ἀμέσως γνωρίσας ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ πνεῦμά του ὅτι ἔτσι διαλογίζονται μεταξύ τους, λέει σ᾿ αὐτούς: «γιατί τοῦτα διαλογίζεστε στὶς καρδιές σας; τί εἶναι εὐκολότερο, νὰ πῶ στὸν παράλυτο: “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες”, ἢ νὰ πῶ: “σήκω καὶ πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”; 10 γιὰ νὰ δεῖτε δὲ ὅτι ἐξουσία ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες ἐπὶ τῆς γῆς — λέει στὸν παράλυτο 11 σοῦ λέω, σήκω, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸν οἶκό σου». 12 Καὶ ἐγέρθηκε καὶ ἀμέσως σηκώσας τὸ κρεβάτι ἐξῆλθε ἐμπρὸς ὅλων, ὥστε νὰ ἐκπλήσσονται ὅλοι καὶ νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ λέγοντες ὅτι: «ἔτσι ποτὲ δὲν εἴδαμε»!      13 Καὶ ἐξῆλθε πάλι παρὰ τὴ θάλασσα· καὶ ὅλος ὁ ὄχλος ἐρχόταν πρὸς αὐτόν, καὶ τοὺς δίδασκε. 14 Καὶ προχωρῶν εἶδε Λευί, τὸν τοῦ Ἁλφαίου, καθήμενο ἐπὶ τὸ τελώνιο, καὶ τοῦ λέει: «ἀκολούθα με». Καὶ σηκωθεὶς τὸν ἀκολούθησε.      15 Καὶ γίνεται νὰ κάθεται αὐτὸς στὴν οἰκία του, καὶ πολλοὶ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοὶ συγκάθονταν μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ μὲ τοὺς μαθητές του· διότι ἦταν πολλοὶ καὶ τὸν ἀκολούθησαν16 καὶ οἱ γραμματεῖς τῶν Φαρισαίων ἰδόντες ὅτι τρώει μὲ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τελωνῶν, ἔλεγαν στοὺς μαθητές του ὅτι: «μὲ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν τρώει»17 Καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέει σ᾿ αὐτοὺς ὅτι: «δὲν ἔχουν ἀνάγκη οἱ εὔρωστοι ἀπὸ ἰατροῦ ἀλλ᾿ οἱ πάσχοντες· δὲν ἦρθα νὰ καλέσω δικαίους ἀλλ᾿ ἁμαρτωλούς».      18 Καὶ ἦταν οἱ μαθητὲς Ἰωάννου καὶ οἱ Φαρισαίοι νηστεύοντες. Καὶ ἔρχονται καὶ τοῦ λένε: «γιατί οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου καὶ οἱ μαθητὲς τῶν Φαρισαίων νηστεύουν, οἱ δὲ δικοί σου μαθητὲς δὲν νηστεύουν»19 Καὶ εἶπε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «μήπως μποροῦν οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφίου ἐφ᾿ ὅσον ὁ νυμφίος εἶναι μ᾿ αὐτῶν νὰ νηστεύουν; ὅσο καιρὸ ἔχουν τὸν νυμφίο μ᾿ αὐτῶν δὲν γίνεται νὰ νηστεύουν. 20 Θὰ ἔρθουν δὲ ἡμέρες ὅταν παρθεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε θὰ νηστέψουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα. 21 Κανεὶς κάλυμμα πανιοῦ καινούργιου δὲν ῥάβει ἐπὶ ἱμάτιο παλαιό· εἰδάλλως, φθείρει τὸ σύνολό του, τὸ καινούργιο τοῦ παλαιοῦ, καὶ χειρότερο σχίσμα γίνεται. 22 Καὶ κανεὶς δὲν βάζει οἶνο νέο σὲ ἀσκοὺς παλαιούς· εἰδάλλως, θὰ σχίσει ὁ οἶνος τοὺς ἀσκοὺς καὶ ὁ οἶνος θὰ καταστραφεῖ καὶ οἱ ἀσκοί· ἀλλ᾿ οἶνο νέο σὲ ἀσκοὺς καινούργιους».      23 Καὶ ἔγινε αὐτὸς τὰ σάββατα νὰ παραπορεύεται διὰ τῶν σπορίμων, καὶ οἱ μαθητές του ἄρχισαν νὰ κάνουν δρόμο μαδντας τὰ στάχυα. 24 Καὶ οἱ Φαρισαίοι τοῦ ἔλεγαν: «δές, γιατί κάνουν τὰ σάββατα αὐτὸ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται; 25 Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ποτὲ δὲν διαβάσατε τὶ ἔκανε ὁ Δαυὶδ ὅταν εἶχε ἀνάγκη καὶ πείνασε αὐτὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦταν μ᾿ αὐτόν26 πῶς εἰσῆλθε στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ Ἀβιαθὰρ ἀρχιερέως, καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγε, τοὺς ὁποίους δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φάει παρὰ μόνο οἱ ἱερεῖς, καὶ ἔδωσε καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν μαζὶ μ᾿ αὐτόν»27 Καὶ ἔλεγε σ᾿ αὐτούς: «τὸ σάββατο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔγινε καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ σάββατο· 28 ὥστε Κύριος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου». 

[3] Καὶ εἰσῆλθε πάλι στὴ συναγωγή. Καὶ ἦταν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἔχων ξηραμένο τὸ χέρι. Καὶ τὸν παρατηροῦσαν ἂν τὰ σάββατα τὸν θεραπεύσει, γιὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν. Καὶ λέει στὸν ἄνθρωπο, σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶχε τὸ ξηρὸ χέρι: «γέρσου στὴ μέση»Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ἐπιτρέπεται τὰ σάββατα ἀγαθὸ νὰ γίνει ἢ κακὸ νὰ γίνει, ψυχὴ νὰ σωθεῖ ἢ νὰ πεθάνει»; Οἱ δὲ σιωποῦσαν. Καὶ περιβλέψας αὐτοὺς μὲ ὀργή, λυπούμενος γιὰ τὴν πώρωση τῆς καρδιᾶς τους, λέει στὸν ἄνθρωπο: «ἔκτεινε τὸ χέρι». Καὶ ἐξέτεινε καὶ ἀποκαταστάθηκε τὸ χέρι του. Καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαίοι μὲ τῶν Ἡρῳδιανῶν, ἔδιναν συμβούλιο κατ᾿ αὐτοῦ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν.      Καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ τῶν μαθητῶν του ἀναχώρησε πρὸς τὴ θάλασσα, καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἀκολούθησε, καὶ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἰεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέρα τοῦ Ἰορδάνου καὶ περὶ Τύρο καὶ Σιδῶνα, πλῆθος πολὺ ἀκούοντες ὅσα ἔκαμνε ἦρθαν πρὸς αὐτόν. Καὶ εἶπε στοὺς μαθητές του νὰ τὸν περιμένει πλοῖο, ἐξαιτίας τοῦ ὄχλου γιὰ νὰ μὴν τὸν συνθλίβουν· 10 διότι πολλοὺς θεράπευσε, ὥστε νὰ σπρώχνονται ἐπάνω του γιὰ νὰ τὸν ἀγγίξουν ὅσοι εἶχαν βάσανα. 11 Καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν τὸν ἔβλεπαν, προσέπεφταν σ᾿ αὐτὸν καὶ ἔκραζαν λέγοντες ὅτι: «ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»12 Καὶ πολλὰ ἐπιτιμοῦσε σ᾿ αὐτὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνουν φανερό.      13 Καὶ ἀνεβαίνει στὸ ὄρος καὶ προσκαλεῖ αὐτοὺς ποὺ ἤθελε αὐτός, καὶ ἀπῆλθαν πρὸς αὐτόν. 14 Καὶ ἔκανε δώδεκα, τοὺς ὁποίους καὶ ἀποστόλους ὀνόμασε, γιὰ νὰ εἶναι μ᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀποστέλλει νὰ κηρύττουν 15 καὶ νὰ ἔχουν ἐξουσία νὰ ἐκβάλλουν τὰ δαιμόνια· 16 καὶ ἔκανε τοὺς δώδεκα, καὶ ἐπέθεσε ὄνομα στὸ Σίμωνα, “Πέτρο”, 17 καὶ τὸν Ἰάκωβο τὸν τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀδερφὸ τοῦ Ἰακώβου, καὶ ἐπέθεσε σ᾿ αὐτοὺς νόματα “Βοανηργές”, τὸ ὁποῖο εἶναι: “υἱοὶ βροντῆς”· 18 καὶ Ἀνδρέα καὶ Φίλιππο καὶ Βαρθολομαῖο καὶ Ματθαῖο καὶ Θωμᾶ καὶ Ἰάκωβο τὸν τοῦ Ἁλφαίου, καὶ Θαδδαῖο καὶ Σίμωνα τὸν Καναναῖο, 19 καὶ Ἰούδα Ἰσκαριώθ, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωσε.      20 Καὶ ἔρχεται σὲ οἶκο· καὶ συνέρχεται πάλι ὁ ὄχλος, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν οὔτε ἄρτο νὰ φᾶνε. 21 Καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθαν νὰ τὸν κρατήσουν· διότι ἔλεγαν ὅτι ἐκτρέπεται.      22 Καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἰεροσολύμων ἀφοῦ κατέβηκαν, ἔλεγαν ὅτι: «Βεελζεβοὺλ ἔχει», καὶ ὅτι: «μὲ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια».      23 Καὶ προσκαλέσας αὐτούς, τοὺς ἔλεγε μὲ παραβολές: «πῶς μπορεῖ σατανᾶς σατανᾶ νὰ ἐκβάλλει; 24 καὶ ἐὰν βασιλεία ἐπὶ τὸν ἑαυτό της διαμοιρασθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἡ βασιλεία ἐκείνη· 25 καὶ ἐὰν οἰκία ἐπὶ τὸν ἑαυτό της διαμοιρασθεῖ, δὲν θὰ μπορέσει ἡ οἰκία ἐκείνη νὰ σταθεῖ. 26 Καὶ ἂν ὁ σατανᾶς ἐγέρθηκε ἐπὶ τὸν ἑαυτό του καὶ διαμοιράστηκε, δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ, ἀλλὰ τέλος ἔχει. 27 Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ κανεὶς στὴν οἰκία τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν τὰ σκεύη του νὰ ρπάξει, ἐὰν δὲν δέσει πρῶτα τὸν ἰσχυρὸ, καὶ τότε τὴν οἰκία του θὰ ρπάξει.      28 Ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι ὅλα θὰ συγχωρεθοῦν στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, τὰ ἁμαρτήματα καὶ οἱ βλασφημίες, ὅσα βλασφημήσουν· 29 ὅποιος δὲ βλασφημήσει εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ γιο, δὲν ἔχει ἄφεση στὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχος εἶναι αἰωνίου ἁμαρτήματος»30 Διότι ἔλεγαν: «πνεῦμα ἀκάθαρτο ἔχει».      31 Καὶ ἔρχεται ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδερφοί του, καὶ ἔξω στεκούμενοι ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν νὰ τὸν καλέσουν32 Καὶ καθόταν περὶ αὐτὸν ὄχλος, καὶ τοῦ λένε: «ἰδοὺ ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδερφοί σου καὶ οἱ ἀδερφές σου ἔξω σὲ ζητοῦν»33 Καὶ ἀποκριθεὶς σ᾿ αὐτοὺς λέει: «ποιός εἶναι ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδερφοί μου»34 Καὶ περιβλέψας τοὺς γύρῳ περὶ αὐτὸν καθημένους, λέει: «ἰδοὺ ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδερφοί μου. 35 Διότι ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦτος μοῦ εἶναι ἀδερφς καὶ ἀδερφ καὶ μητέρα». 
[4] Καὶ πάλι ἄρχισε νὰ διδάσκει παρὰ τὴ θάλασσα· καὶ συνάγεται πρὸς αὐτὸν ὄχλος πλεῖστος, ὥστε αὐτὸς σὲ πλοῖο εἰσελθὼν νὰ κάθεται στὴ θάλασσα, καὶ ὅλος ὁ ὄχλος ἦταν πρὸς τὴ θάλασσα ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ τοὺς δίδασκε μὲ παραβολὲς πολλά, καὶ τοὺς ἔλεγε μὲ τὴ διδαχή του: «ἀκοῦτε: ἰδοὺ ἐξῆλθε ὁ σπείρων νὰ σπείρει. Καὶ ἔγινε μὲ τὸ νὰ σπείρει, τὸ ἕνα μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδό, καὶ ἦρθαν τὰ πτηνὰ καὶ τὸ κατέφαγαν. Καὶ ἄλλο ἔπεσε ἐπὶ τὸ πετρῶδες ὅπου δὲν εἶχε γῆ πολλή, καὶ ἀμέσως ἀνέβηκε γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχει βάθος γῆς· καὶ ὅταν ἀνέτειλε ὁ ἥλιος ὑπερθερμάνθηκε, καὶ γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ῥίζα ξηράθηκε. Καὶ ἄλλο ἔπεσε στὶς ἄκανθες, καὶ ἀνέβηκαν οἱ ἄκανθες καὶ τὸ συνέπνιξαν, καὶ καρπὸ δὲν ἔδωσε. Καὶ ἄλλα ἔπεσαν στὴ γῆ τὴν καλὴ καὶ ἔδιναν καρπό, ἀναβαίνοντα καὶ αὐξανόμενα, καὶ ἔφερε ἕνα τριάντα καὶ ἕνα ἑξῆντα καὶ ἕνα ἑκατό»Καὶ ἔλεγε: «ὅποιος ἔχει αὐτιὰ νὰ ἀκούει ἂς ἀκούει».      10 Καὶ ὅταν ἔμεινε μοναχός, τὸν ῥωτοῦσαν οἱ γύρῳ του μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα τὶς παραβολές. 11 Καὶ τοὺς ἔλεγε: «σὲ σᾶς ἔχει δοθεῖ τὸ μυστήριο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· σὲ ἐκείνους δὲ τοὺς ἔξω μὲ παραβολὲς τὰ πάντα γίνονται, 12 <στε βλέποντες νὰ βλέπουν καὶ νὰ μὴν δοῦν, καὶ ἀκούοντες νὰ ἀκοῦνε καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνουν, μήποτε ἐπιστρέψουν καὶ γίνει συγχώρεση σ᾿ αὐτούς.      13 Καὶ τοὺς λέει: «δὲν ξέρετε τὴν παραβολὴ τούτη, καὶ πῶς ὅλες τὶς παραβολὲς θὰ γνωρίσετε; 14  σπείρων, τὸ λόγο σπείρει. 15 Τοῦτοι δὲ εἶναι οἱ παρὰ τὴν ὁδό: ὅπου σπείρεται ὁ λόγος καὶ ὅταν ἀκούσουν, ἀμέσως ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ παίρνει τὸ λόγο τὸν σπαρμένο σ᾿ αὐτούς. 16 Καὶ τοῦτοι εἶναι οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι: οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀκούσουν τὸ λόγο ἀμέσως μὲ χαρ τὸν λαμβάνουν, 17 καὶ δὲν ἔχουν ῥίζα μέσα τους ἀλλὰ εἶναι πρόσκαιροι, ἔπειτα γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ γιὰ τὸ λόγο ἀμέσως σκανδαλίζονται. 18 Καὶ ἄλλοι εἶναι οἱ σπειρόμενοι στὶς ἄκανθες: τοῦτοι εἶναι οἱ τὸ λόγο ἀκούσαντες, 19 καὶ οἱ μέριμνες τοῦ αἰῶνος καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ οἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίες εἰσπορευόμενες συμπνίγουν τὸ λόγο καὶ ἄκαρπος γίνεται. 20 Καὶ ἐκεῖνοι εἶναι οἱ ἐπὶ τὴ γῆ τὴν καλὴ σπαρθέντες: οἱ ὁποῖοι ἀκοῦνε τὸ λόγο καὶ παραδέχονται καὶ καρποφοροῦν, ἕνα τριάντα καὶ ἕνα ἑξῆντα καὶ ἕνα ἑκατό».      21 Καὶ τοὺς ἔλεγε: «μήπως ἔρχεται ὁ λύχνος ὥστε ὑπὸ τὸ μόδι νὰ τεθεῖ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνη; ὄχι ὥστε ἐπὶ τὴ λυχνία νὰ τεθεῖ; 22 Διότι δὲν εἶναι κρυπτὸ ὥστε νὰ μὴ φανερωθεῖ, οὔτε ἔγινε ἀπόκρυφο ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρθει εἰς φανερό. 23 Ἂν κάποιος ἔχει αὐτιὰ νὰ ἀκούει ἂς ἀκούει»24 Καὶ τοὺς ἔλεγε: «βλέπετε τί ἀκοῦτε. Μὲ ὅποιο μέτρο μετρᾶτε θὰ μετρηθεῖ σὲ σᾶς καὶ θὰ προστεθεῖ σὲ σᾶς. 25 Διότι ὅποιος ἔχει, θὰ τοῦ δοθεῖ· καὶ ὅποιος δὲν ἔχει, καὶ ὅ,τι ἔχει θὰ παρθεῖ ἀπ᾿ αὐτοῦ».      26 Καὶ ἔλεγε: «ἔτσι εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄνθρωπος ῥίχνει τὸ σπόρο ἐπὶ τῆς γῆς, 27 καὶ κοιμᾶται καὶ ἐγείρεται νύκτα καὶ ἡμέρα, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνει καὶ αὐξάνεται ὅπως δεν ξέρει αὐτός. 28 Ἀπὸ μόνη της ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶτα χόρτο, ἔπειτα στάχυ, ἔπειτα πλήρης σῖτος στὸ στάχυ. 29 Ὅταν βγεῖ δὲ ὁ καρπός, ἀμέσως ἀποστέλλει τὸ δρεπάνι, διότι ἔφτασε ὁ θερισμός».      30 Καὶ ἔλεγε: «πῶς νὰ παρομοιάσουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἢ μὲ ποιὰ παραβολὴ νὰ τὴν ὁρίσουμε31 ὡς κόκκο σιναπιοῦτὸ ὁποῖο, ὅταν σπαρθεῖ ἐπὶ τῆς γῆς, εἶναι μικρότερο ὅλων τῶν σπόρων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, 32 καὶ ὅταν σπαρθεῖ, ἀνεβαίνει καὶ γίνεται μεγαλύτερο ὅλων τῶν λαχανικῶν καὶ κάνει κλάδους μεγάλους, ὥστε νὰ μποροῦν ὑπὸ τὴν σκιά του τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ νὰ κατασκηνώνουν».      33 Καὶ μὲ τέτοιες παραβολὲς πολλὲς μιλοῦσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ λόγο καθὼς μποροῦσε νὰ ἀκούει· 34 χωρὶς δὲ παραβολῆς δὲν μιλοῦσε σ᾿ αὐτούς, ἰδιαιτέρως δὲ στοὺς δικούς του μαθητὲς ἀνέλυε ὅλα.      35 Καὶ τοὺς λέει ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἑσπέρας γενομένης: «ἂς διέλθουμε στὴν ἄλλη ὄχθη»36 Καὶ ἀφήσαντες τὸν ὄχλο, τὸν παραλαμβάνουν καθὼς ἦταν στὸ πλοῖο, καὶ ἄλλα πλοῖα ἦταν μ᾿ αὐτόν. 37 Καὶ γίνεται θύελλα ἀνέμου μεγάλη, καὶ τὰ κύματα ἔπεφταν στὸ πλοῖο ὥστε ἤδη νὰ γεμίζεται τὸ πλοῖο. 38 Καὶ αὐτὸς ἦταν στὴν πρύμνη, ἐπὶ τὸ προσκέφαλο κοιμώμενος. Καὶ τὸν ἐγείρουν καὶ τοῦ λένε: «διδάσκαλε, δὲν σὲ μέλλει ὅτι χανόμαστε»39 Καὶ ἐγερθεὶς ἐπιτίμησε τὸν ἄνεμο καὶ εἶπε στὴ θάλασσα: «σιώπα, φιμώσου». Καὶ κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε γαλήνη μεγάλη. 40 Καὶ εἶπε σ᾿ αὐτούς: «γιατί εἶστε δειλοὶ; ἀκόμη δὲν ἔχετε πίστη»41 Καὶ φοβήθηκαν μὲ φόβο μέγα, καὶ ἔλεγαν πρὸς ἀλλήλους: «ποιός ἄραγε εἶναι τοῦτος ποὺ καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούει σ᾿ αὐτόν; 

[5] Καὶ ἦρθαν στὴν ἄλλη ὄχθη τῆς θαλάσσης, στὴ χώρα τῶν Γερασηνῶν. Καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου ἀμέσως τὸν συνάντησε ἄνθρωπος μὲ πνεῦμα ἀκάθαρτο, ἐκ τῶν μνημείων, ὁ ὁποῖος τὴν κατοίκηση εἶχε στὰ μνημεῖα, καὶ οὔτε μὲ ἁλυσίδα δὲν μποροῦσε πλέον κανεὶς νὰ τὸν δέσει, ἐπειδὴ αὐτὸς πολλὲς φορὲς εἶχε δεθεῖ μὲ πέδικλο καὶ ἁλυσίδες καὶ εἶχαν διασπασθεῖ ὑπ᾿ αὐτοῦ οἱ ἁλυσίδες καὶ τὸ πέδικλο καὶ εἶχαν συντριφθεῖ, καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δαμάσει· καὶ συνεχῶς, νύκτα καὶ ἡμέρα, ἦταν στὰ μνημεῖα καὶ στὰ ὄρη κράζων καὶ κατακόπτων τὸν ἑαυτό του μὲ λίθους. Καὶ ἰδὼν τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ μακριά, ἔτρεξε καὶ τὸν προσκύνησε, καὶ κράξας μὲ φωνὴ μεγάλη λέει: «τί θέλεις ἐσὺ μὲ μένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; σὲ ὁρκίζω στὸ Θεό, νὰ μὴ μὲ βασανίσεις»Διότι ἔλεγε σ᾿ αὐτόν: «ἔξελθε, τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτο ἐκ τοῦ ἀνθρώπου»Καὶ τὸν ῥωτοῦσε: «τί ὄνομα εἶναι σὲ σένα»; Καὶ τοῦ λέει: «Λεγεὼν εἶναι τὸ ὄνομα μου, διότι πολλοὶ εἴμαστε»10 Καὶ τὸν παρακαλοῦσε πολλὰ γιὰ νὰ μὴν τὰ ἀποστείλει ἔξω τῆς χώρας. 11 Ἦταν δὲ ἐκεῖ πρὸς στὸ ὄρος βοσκομένη ἀγέλη χοίρων μεγάλη· 12 καὶ τὸν παρακάλεσαν λέγοντες: «πέμψε μας στοὺς χοίρους, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σ᾿ αὐτούς»13 Καὶ ἐπέτρεψε σ᾿ αὐτούς. Καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθαν στοὺς χοίρους, καὶ ὅρμησε ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ γκρεμοῦ στὴ θάλασσα, ὡς δύο χιλιάδες, καὶ πνίγονταν στὴ θάλασσα.      14 Καὶ οἱ βόσκοντες αὐτοὺς ἔφυγαν καὶ ἀπήγγειλαν στὴν πόλη καὶ στοὺς ἀγρούς· καὶ ἦρθαν νὰ δοῦν τὶ εἶναι τὸ γεγονός, 15 καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ παρατηροῦν τὸν δαιμονιζόμενο καθήμενο ἱματισμένο καὶ σωφρονοῦντα, αὐτὸν ποὺ εἶχε τὸ Λεγεῶνα, καὶ φοβήθηκαν. 16 Καὶ διηγήθηκαν σ᾿ αὐτοὺς οἱ ἰδόντες πῶς ἔγινε στὸν δαιμονιζόμενο, καὶ περὶ τῶν χοίρων. 17 Καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ ἀπέλθει ἀπὸ τὴν περιοχή τους.      18 Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ στὸ πλοῖο τὸν παρακαλοῦσε ὁ δαιμονισθεὶς γιὰ νὰ εἶναι μαζί του. 19 Καὶ δὲν τὸν ἄφησε, ἀλλὰ λέει σ᾿ αὐτόν: «πήγαινε στὸν οἶκό σου πρὸς τοὺς δικούς σου καὶ ἀπάγγειλέ τους ὅσα ὁ Κύριος σοῦ ἔχει κάνει καὶ σὲ ἐλέησε»20 Καὶ ἀπῆλθε καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει στὴν Δεκάπολη ὅσα ἔκανε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὅλοι θαύμαζαν.      21 Καὶ διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸ πλοῖο πάλι στὴν ἄλλη ὄχθη, συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἦταν παρὰ τὴ θάλασσα. 22 Καὶ ἔρχεται ἕνας τῶν ἀρχισυναγώγων, μὲ ὄνομα Ἰάιρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πέφτει πρὸς τὰ πόδια του 23 καὶ τὸν παρακαλοῦσε πολλά, λέγων ὅτι: «ἡ κορούλα μου εἶναι στὰ τελευταία της, ὅπως ἐλθὼν νὰ ἐπιθέσεις τὰ χέρια σ᾿ αὐτὴν γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ ζήσει. 24 Καὶ ἀπῆλθε μ᾿ αὐτόν, καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε ὄχλος πολὺς καὶ τὸν συνέθλιβαν.      25 Καὶ γυναῖκα οὖσα σὲ ῥεύση αἵματος δώδεκα ἔτη, 26 καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα ὅλα τὰ παρ᾿ αὐτῆς καὶ τίποτε ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τὸ χειρότερο ἐλθοῦσα, 27 ἀφοῦ ἄκουσε γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα στὸν ὄχλο πίσω ἄγγιξε τοῦ ἱματίου του· 28 διότι ἔλεγε ὅτι: «ἐὰν ἀγγίξω ἀκόμα καὶ τῶν ἱματίων του θὰ σωθῶ»29 Καὶ ἀμέσως ξηράθηκε ἡ πηγὴ τοῦ αἵματός της καὶ γνώρισε στὸ σῶμά της ὅτι ἰατρεύτηκε ἀπὸ τοῦ βασάνου. 30 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς γνωρίσας μέσα του τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμη ἐξελθοῦσα, ἐπιστραφεὶς στὸν ὄχλο ἔλεγε: «ποιός μοῦ ἄγγιξε τῶν ἱματίων»31 Καὶ τοῦ ἔλεγαν οἱ μαθητές του: «βλέπεις τὸν ὄχλο συνθλίβοντά σε καὶ λές, “ποιός μοῦ ἄγγιξε”»32 Καὶ περιέβλεπε νὰ δεῖ αὐτὴν ποὺ τὸ ἔκανε. 33 Ἡ δὲ γυναῖκα φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, ξέροντας αὐτὸ ποὺ ἔχει γίνει σ᾿ αὐτήν, ἦρθε καὶ προσέπεσε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια. 34 Ὁ δὲ τῆς εἶπε: «κόρη, ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει· πήγαινε μὲ εἰρήνη καὶ ἂς εἶσαι ὑγιὴς ἀπὸ τοῦ βασάνου σου.      35 Ἀκόμη αὐτοῦ ὁμιλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι: «ἡ κόρη σου πέθανε· τί πλέον ἐνοχλεῖς τὸ διδάσκαλο»36 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας τὸ λόγο ὁμιλούμενο, λέει στὸν ἀρχισυνάγωγο: «μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε»37 Καὶ δὲν ἄφησε κανέναν μ᾿ αὐτὸν νὰ συνακολουθήσει παρὰ μόνο τὸν Πέτρο καὶ Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη τὸν ἀδερφὸ Ἰακώβου. 38 Καὶ ἔρχονται στὸν οἶκο τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ βλέπει θόρυβο, καὶ κλαίοντες καὶ ἀλαλάζοντες πολλά, 39 καὶ εἰσελθὼν τοὺς λέει: «τί θορυβεῖστε καὶ κλαῖτε; τὸ παιδὶ δὲν πέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται»40 Καὶ τὸν περιγελοῦσαν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ὅλους, παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴ μητέρα καὶ αὐτοὺς ποὺ εἶχε μαζί του, καὶ μπαίνει ὅπου ἦταν τὸ παιδί. 41 Καὶ κρατήσας τοῦ χεριοῦ τοῦ παιδιοῦ τῆς λέει: «ταλιθά, κούμ», τὸ ὁποῖο σημαίνεικορίτσι, σοῦ λέω ἐγέρσου”. 42 Καὶ ἀμέσως σηκώθηκε τὸ κορίτσι καὶ περπατοῦσε· διότι ἦταν δώδεκα ἐτῶν. Καὶ ἐξεπλάγησαν ἀμέσως μὲ κατάπληξη μεγάλη. 43 Καὶ διέταξε σ᾿ αὐτοὺς πολλὰ γιὰ νὰ μὴν γνωρίσει κανεὶς τοῦτο, καὶ εἶπε νὰ δοθεῖ σ᾿ αὐτὴν νὰ φάει. 

[6] Καὶ ἐξῆλθε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔρχεται στὴν πατρίδα του, καὶ τὸν ἀκολούθησαν οἱ μαθητές του. Καὶ γενομένου σαββάτου ἄρχισε νὰ διδάσκει στὴ συναγωγή, καὶ πολλοὶ ἀκούοντες ἐκπλήσσονταν λέγοντες: «ἀπὸ ποῦ σὲ τοῦτον τοῦτα, καὶ ποιά ἡ σοφία ἡ δοθεῖσα σὲ τοῦτον, καὶ οἱ τέτοιου εἴδους δυνάμεις διὰ τῶν χεριῶν του γινόμενες; δὲν εἶναι τοῦτος ὁ ξυλουργός, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας καὶ ἀδερφὸς Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆτος καὶ Ἰούδα καὶ Σίμωνος; καὶ δὲν εἶναι οἱ ἀδερφές του ἐδῶ πρὸς ἐμᾶς»Καὶ σκανδαλίζονταν μ᾿ αὐτόν. Καὶ τοὺς ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς ὅτι: «δὲν εἶναι προφήτης ἄτιμος παρὰ μόνο στὴν πατρίδα του καὶ στοὺς συγγενεῖς του καὶ στὴν οἰκία του»Καὶ δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει καμία δύναμη, παρὰ μόνο σὲ λίγους ἀρρώστους ἐπιθέσας τὰ χέρια θεράπευσε. Καὶ θαύμαζε γιὰ τὴν ἀπιστία τους. Καὶ περιερχόταν τὰ γύρῳ χωριὰ διδάσκων. Καὶ προσκαλεῖ τοὺς δώδεκα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀποστέλλει δύο δύο, καὶ ἔδινε σ᾿ αὐτοὺς ἐξουσία ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, καὶ παρήγγειλε σ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ μὴν πάρουν τίποτα στὴν ὁδὸ παρὰ μόνο ῥάβδο· ὄχι ἄρτο, ὄχι σάκο, ὄχι στὴ ζώνη χαλκό, ἀλλὰ ἐνδεδυμένους σανδάλια, καὶ μὴν ἐνδυθεῖτε δύο χιτῶνες. 10 Καὶ τοὺς ἔλεγε: «ὅπου εἰσέλθετε σὲ οἰκία, ἐκεῖ μένετε ἕως νὰ ἐξέλθετε ἀπὸ ἐκεῖ. 11 Καὶ ὅποιος τόπος δὲν σᾶς δεχθεῖ οὔτε σᾶς ἀκούσουν, ἐκπορευόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ ἐκτινάξετε τὸ χῶμα τὸ ὑπὸ κάτω τῶν ποδιῶν σας γιὰ μαρτυρία σ᾿ αὐτούς»12 Καὶ ἐξελθόντες κήρυξαν γιὰ νὰ μετανοοῦν, 13 καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλαν, καὶ ἄλειφαν μὲ ἔλαιο πολλοὺς ἀρρώστους καὶ θεράπευαν.      14 Καὶ ἄκουσε ὁ βασιλέας Ἡρῴδης, διότι φανερὸ ἔγινε τὸ ὄνομά του, καὶ ἔλεγαν ὅτι: «ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἔχει ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν καὶ γιὰ τοῦτο ἐνεργοῦν οἱ δυνάμεις σ᾿ αὐτόν»15 Ἄλλοι δὲ ἔλεγαν ὅτι: «ὁ Ἠλίας εἶναι»· ἄλλοι δὲ ἔλεγαν ὅτι: «προφήτης ὅπως ἕνας τῶν προφητῶν»16 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης ἔλεγε: «αὐτὸν ποὺ ἐγὼ ἀποκεφάλισα, τὸν Ἰωάννη, τοῦτος ἐγέρθηκε».      17 Διότι αὐτὸς ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας κράτησε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν ἔδεσε στὴ φυλακὴ ἐξαιτίας τῆς Ἡρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ Φιλίππου τοῦ ἀδερφοῦ του, διότι αὐτὴν νυμφεύθηκε· 18 διότι ἔλεγε ὁ Ἰωάννης στὸν Ἡρῴδη ὅτι: «δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχεις τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδερφοῦ σου»19 Ἡ δὲ Ἡρῳδιάδα τὸν μισοῦσε καὶ ἤθελε νὰ τὸν θανατώσει, καὶ δὲν μποροῦσε· 20 διότι ὁ Ἡρῴδης φοβόταν τὸν Ἰωάννη, ξέροντάς τον ὡς ἄνδρα δίκαιο καὶ ἅγιο, καὶ τὸν προστάτευε, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἀποροῦσε, καὶ εὐχαρίστως τὸν ἄκουγε.      21 Καὶ γενομένης ἡμέρας εὔκαιρης ὅταν ὁ Ἡρῴδης ἔκανε στὰ γενέθλιά του δεῖπνο στοὺς μεγιστάνες του καὶ στοὺς χιλιάρχους καὶ στοὺς πρώτους τῆς Γαλιλαίας, 22 καὶ εἰσελθούσης τῆς κόρης του Ἡρῳδιάδος καὶ χορέψασας ἄρεσε στὸν Ἡρῴδη καὶ στοὺς συγκαθημένους. Εἶπε ὁ βασιλέας στὸ κορίτσι: «αἰτήσου μου ὅ,τι θέλεις, καὶ θὰ σοῦ δώσω»· 23 καὶ ὁρκίστηκε σ᾿ αὐτὴν πολλά: «ὅ,τι μοῦ αἰτήσεις θὰ σοῦ δώσω, ἕως τοῦ μισοῦ τῆς βασιλείας μου»24 Καὶ ἐξελθοῦσα εἶπε στὴ μητέρα της: «τί νὰ αἰτηθῶ»; Ἡ δὲ εἶπε: «τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βαπτίζοντος»25 Καὶ εἰσελθοῦσα ἀμέσως γρήγορα πρὸς τὸ βασιλέα αἰτήθηκε λέγουσα: «θέλω νὰ μοῦ δώσεις ἀμέσως, ἐπάνω σὲ πιάτο τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ»26 Καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλέας γιὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς καθημένους δὲν θέλησε νὰ ἀθετήσει σ᾿ αὐτήν· 27 καὶ ἀμέσως ἀποστείλας ὁ βασιλέας δήμιο διέταξε νὰ φέρει τὸ κεφάλι του. Καὶ ἀπελθὼν τὸν ἀποκεφάλισε στὴ φυλακή, 28 καὶ ἔφερε τὸ κεφάλι του ἐπάνω σὲ πιάτο καὶ τὸ ἔδωσε στὸ κορίτσι, καὶ τὸ κορίτσι τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα της. 29 Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθητές του ἦρθαν καὶ πῆραν τὸ πτῶμά του καὶ τὸ ἔθεσαν στὸ μνημεῖο.      30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ ἀπήγγειλαν ὅλα ὅσα ἔκαναν καὶ ὅσα δίδαξαν. 31 Καὶ τοὺς λέει: «ἐλᾶτε ἐσεῖς μόνοι σας σὲ ἔρημο τόπο καὶ ἀναπαυθεῖτε λίγο». Διότι ἦταν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ φεύγοντες πολλοί, καὶ οὔτε νὰ φᾶνε εὐκαιροῦσαν.      32 Καὶ ἀπῆλθαν μὲ τὸ πλοῖο σὲ ἔρημο τόπο μόνοι τους33 Καὶ τοὺς εἶδαν ποὺ πήγαιναν καὶ κατάλαβαν πολλοί, καὶ πεζῶς ἀφ᾿ ὅλων τῶν πόλεων συνέτρεξαν ἐκεῖ καὶ τοὺς πρόφτασαν.      34 Καὶ ἐξελθὼν εἶδε πολὺ ὄχλο καὶ σπλαχνίστηκε ἐπ᾿ αὐτούς, διότι ἦταν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει πολλά.      35 Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης, προσελθόντες σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του ἔλεγαν ὅτι: «ἔρημος εἶναι ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα πολλή· 36 διῶξέ τους, ὥστε ἀπελθόντες στοὺς γύρῳ ἀγροὺς καὶ χωριὰ νὰ ἀγοράσουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους κάτι νὰ φᾶνε»37 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοὺς εἶπε: «δῶστέ τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε». Καὶ λένε σ᾿ αὐτόν: «ἀπελθόντες νὰ ἀγοράσουμε ἐκ διακοσίων δηναρίων ἄρτους καὶ νὰ τοὺς δώσουμε νὰ φᾶνε»38 Ὁ δὲ τοὺς λέει: «πόσους ἄρτους ἔχετε; πηγαίνετε νὰ δεῖτε». Καὶ γνωρίσαντες λένε: «πέντε, καὶ δύο ψάρια»39 Καὶ τοὺς διέταξε ὅλους νὰ καθίσουν συντροφιὲς-συντροφιὲς ἐπάνω στὸ χλωρὸ χόρτο. 40 Καὶ κάθισαν ὁμάδες-ὁμάδες κατὰ ἑκατὸ καὶ κατὰ πενῆντα. 41 Καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἀναβλέψας στὸν οὐρανὸ εὐλόγησε καὶ κατέκοψε τοὺς ἄρτους καὶ ἔδινε στοὺς μαθητές του γιὰ νὰ παραθέσουν σ᾿ αὐτούς, καὶ τὰ δύο ψάρια διαμοίρασε σ᾿ ὅλους. 42 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν, 43 καὶ πῆραν κομμάτια δώδεκα κοφινιῶν πλήρη, καὶ ἀπὸ τῶν ψαριῶν44 Καὶ ἦταν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πέντε χιλιάδες ἄνδρες.      45 Καὶ ἀμέσως ἀνάγκασε τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ προπορευτοῦν στὴν ἄλλη ὄχθη, πρὸς Βηθσαϊδά, ἕως αὐτὸς νὰ διώχνει τὸν ὄχλο. 46 Καὶ ἀποχαιρετίσας αὐτοὺς ἀπῆλθε στὸ ὄρος νὰ προσευχηθεῖ. 47 Καὶ ἑσπέρας γενομένης ἦταν τὸ πλοῖο στὸ μέσο τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. 48 Καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους στὸ νὰ κωπηλατοῦν, διότι ἦταν ὁ ἄνεμος ἐνάντιος σ᾿ αὐτούς, περὶ τὰ ξημερώματα ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προσπεράσει. 49 Οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης περιπατοῦντα σκέφτηκαν ὅτι εἶναι φάντασμα, καὶ ἀνέκραξαν· 50 διότι ὅλοι τὸν εἶδαν καὶ ταράχθηκαν. Ὁ δὲ ἀμέσως μίλησε μ᾿ αὐτούς, καὶ τοὺς λέει: «θαρσεῖτε, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβᾶστε»51 Καὶ ἀνέβηκε πρὸς αὐτοὺς στὸ πλοῖο καὶ κόπασε ὁ ἄνεμος, καὶ περίσσια, πολὺ μέσα τους ἐκπλήσσοντο· 52 διότι δὲν κατάλαβαν μὲ τοὺς ἄρτους, ἀλλ᾿ ἦταν ἡ καρδιά τους πωρωμένη.      53 Καὶ διαπεράσαντες ἦρθαν ἐπὶ τὴν γῆ, στὴ Γεννησαρέτ, καὶ λιμενίστηκαν. 54 Καὶ ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ τοῦ πλοίου ἀμέσως ἀναγνωρίσαντες αὐτόν, 55 περιέτρεξαν ὅλη τὴν χώρα ἐκείνη, καὶ ἄρχισαν νὰ φέρνουν τοὺς ἀσθενεῖς ἐπάνω στὰ κρεβάτια τους, ὅπου ἄκουγαν ὅτι εἶναι. 56 Καὶ ὅπου εἰσπορευόταν, σὲ χωριά, ἢ σὲ πόλεις, ἢ σὲ ἀγρούς, στὶς ἀγορὲς ἔθεταν τοὺς ἀσθενοῦντες καὶ τὸν παρακαλοῦσαν ὅπως ἔστω καὶ τοῦ ἄκρου τοῦ ἱματίου του νὰ ἀγγίξουν· καὶ ὅσοι τὸν ἄγγιζαν σώζονταν. 
[7] Καὶ συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαίοι καὶ κάποιοι τῶν γραμματέων, ἐλθόντες ἀπὸ Ἰεροσολύμων. Καὶ ἰδόντες κάποιους τῶν μαθητῶν του ὅτι μὲ κοινὰ χέρια, δηλαδὴ μὲ ἄπλυτα, τρῶνε τοὺς ἄρτους  διότι οἱ Φαρισαίοι καὶ ὅλοι οἱ Ἰουδαοι ἐὰν δὲν νίψουν ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος τὰ χέρια δὲν τρῶνε, κρατοῦντες τὴν παράδοση τῶν πρεσβυτέρων, καὶ ἀπ᾿ ἀγορᾶς ἐὰν δὲν λουσθοῦν δὲν τρῶνε, καὶ ἄλλα πολλὰ εἶναι τὰ ὁποῖα παρέλαβαν νὰ κρατοῦν, πλύσιμο ποτηριῶν καὶ δοχείων καὶ χάλκινων καὶ κλινῶν — καὶ τὸν ῥωτοῦν οἱ Φαρισαίοι καὶ οἱ γραμματεῖς: «γιατί δὲν περπατοῦν οἱ μαθητές σου κατὰ τὴν παράδοση τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλὰ μὲ κοινὰ χέρια τρῶνε τὸν ἄρτο»;      Ὁ δὲ τοὺς εἶπε: «καλῶς προφήτεψε ὁ Ἠσαΐας γιὰ ἐσᾶς τοὺς ὑποκριτές, ὡς ἔχει γραφθεῖ ὅτι: <τοῦτος ὁ λαὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾷ, ἡ δὲ καρδιά τους μακρὰν ἀπέχει ἀπὸ μένα· ματαίως δὲ μὲ λατρεύουν, διδάσκοντες διδασκαλίες ἐντάλματα ἀνθρώπων>. Ἀφήσαντες τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κρατᾶτε τὴν παράδοση τῶν ἀνθρώπων»Καὶ ἔλεγε σ᾿ αὐτούς: «καλῶς [λέω ὅτι] ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ στήσετε τὴν παράδοσή σας. 10 Διότι ὁ Μωυσῆς εἶπε: <τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου>, καὶ: < κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα μὲ θάνατο νὰ πεθαίνει>. 11 Ἐσεῖς λέτε δέ: “ὰν πεῖ ἄνθρωπος στὸν πατέρα ἢ στὴν μητέρα: ‘κορβᾶν’”, τὸ ὁποῖο εἶναι: δῶρο, ὅ,τι ἀπὸ μένα ὠφεληθεῖς, 12 δὲν ἀφήνετε πλέον αὐτὸν τίποτα νὰ κάνει γιὰ τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα, 13 ἀκυρώνοντες τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν παράδοσή σας τὴν ὁποία παραδώσατε· καὶ παρόμοια τέτοια πολλὰ κάνετε».      14 Καὶ προσκαλέσας πάλι τὸν ὄχλο τοὺς ἔλεγε: «ἀκούσετέ μου ὅλοι καὶ καταλάβετε. 15 Κανένα δὲν εἶναι ἀπ᾿ ἔξω τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενο σ᾿ αὐτὸν τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ τὸν μολύνει, ἀλλὰ τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενα εἶναι τὰ μολύνοντα τὸν ἄνθρωπο».      17 Καὶ ὅταν εἰσῆλθε σ οἶκο [φεύγοντας] ἀπὸ τοῦ ὄχλου, τὸν ωτοῦσαν οἱ μαθητές του τὴν παραβολή. 18 Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ἔτσι καὶ ἐσεῖς ἀσύνετοι εἶστε; δὲν ἐνοεῖτε ὅτι καθετὶ τὸ ἀπ᾿ ἔξω εἰσπορευόμενο στὸν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν μολύνει, 19 διότι δὲν εἰσπορεύεται στὴν καρδιά του ἀλλὰ στὴν κοιλιά, καὶ στὸ ἀποχωρητήριο ἀποβάλλεται, καθαρίζον ὅλα τὰ τρόφιμα»20 Ἔλεγε δὲ ὅτι: «τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενο, ἐκεῖνο μολύνει τὸν ἄνθρωπο. 21 Διότι ἀπὸ μέσα ἐκ τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, πορνεῖες, κλοπές, φόνοι, 22 μοιχεῖες, πλεονεξίες, πονηρίες, δόλος, ἀσέλγεια, μάτι πονηρό, βλασφημία, ὑπερηφάνεια, ἀφροσύνη· 23 ὅλα τοῦτα τὰ πονηρὰ ἀπὸ μέσα ἐκπορεύονται καὶ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο».      24 Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐγερθεὶς ἀπῆλθε στὴν περιοχὴ Τύρου. Καὶ εἰσελθὼν σὲ οἰκία κανέναν δὲν ἤθελε νὰ γνωρίσει, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ κρυφθεῖ· 25 ἀλλ᾿ ἀμέσως ἀκούσασα γυναῖκα περὶ αὐτοῦ, τῆς ὁποίας εἶχε ἡ κορούλα της πνεῦμα ἀκάθαρτο, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τὰ πόδια του· 26 ἡ δὲ γυναῖκα ἦταν Ἑλληνίδα, Συροφοινίκισσα στὸ γένος· καὶ τὸν παρακαλοῦσε ὥστε τὸ δαιμόνιο νὰ ἐκβάλει ἐκ τῆς κόρης της. 27 Καὶ τῆς ἔλεγε: «ἄσε πρῶτα νὰ χορτασθοῦν τὰ τέκνα, διότι δὲν εἶναι καλὸ νὰ λάβουν τὸν ἄρτο τν τέκνων καὶ στὰ σκυλιὰ νὰ ῥίξουν»28 Ἡ δὲ ἀποκρίθηκε καὶ τοῦ λέει: «Κύριε· καὶ τὰ σκυλιὰ ὑπὸ κάτω τοῦ τραπεζιοῦ τρῶνε ἀπὸ τῶν ψίχουλων τῶν παιδιῶν. 29 Καὶ τῆς εἶπε: «γιὰ τοῦτον τὸ λόγο πήγαινε, ἔχει ἐξέλθει ἐκ τῆς κόρης σου τὸ δαιμόνιο. 30 Καὶ ἀπελθοῦσα στὸν οἶκό της βρῆκε τὸ παιδὶ ξαπλωμένο ἐπὶ τὴν κλίνη καὶ τὸ δαιμόνιο νὰ ἔχει ἐκβληθεῖ.      31 Καὶ πάλι ἐξελθὼν ἐκ τῆς περιοχῆς Τύρου, ἦρθε διὰ Σιδῶνος στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, μεταξὺ τῶν  περιοχῶν τῆς Δεκαπόλεως. 32 Καὶ φέρνουν σ᾿ αὐτὸν κωφὸ καὶ βουβὸ καὶ τὸν παρακαλοῦν ὥστε νὰ ἐπιθέσει σ᾿ αὐτὸν τὸ χέρι. 33 Καὶ τραβήξας αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλου ἰδιαιτέρως, ἔβαλε τὰ δάκτυλά του στὰ αὐτιά του καὶ πτύσας ἄγγιξε τῆς γλώσσης του, 34 καὶ ἀναβλέψας στὸν οὐρανὸ στέναξε, καὶ τοῦ λέει: «ἐφφαθά», τὸ ὁποῖο εἶναι: νοιξε. 35 Καὶ ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ ἀκοές, καὶ λύθηκε ὁ δεσμὸς τῆς γλώσσης του καὶ μιλοῦσε ὀρθῶς. 36 Καὶ διέταξε σ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ μὴ λένε σὲ κανέναν· ὅσο δὲ σ᾿ αὐτοὺς διέταζε, αὐτοὶ μᾶλλον περισσότερο κήρυτταν. 37 Καὶ πολὺ περισσῶς ἐκπλήσσονταν λέγοντες: «καλῶς ὅλα τὰ ἔχει κάνει, καὶ τοὺς κωφοὺς κάνει νὰ ἀκοῦν καὶ τοὺς ἀλάλους νὰ μιλοῦν. 
[8] κεῖνες τὶς ἡμέρες πάλι, πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ἐχόντων κάτι νὰ φᾶνε, προσκαλέσας τοὺς μαθητὲς τοὺς λέει: «σπλαχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλο, διότι ἤδη τρεῖς ἡμέρες προσμένουν σὲ μένα καὶ δὲν ἔχουν κάτι νὰ φᾶνε· καὶ ἐὰν τοὺς διώξω νηστικοὺς στὸν οἶκό τους, θὰ παραλύσουν στὴν ὁδό· καὶ κάποιοι ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπὸ μακριὰ ἔχουν ἔρθει»Καὶ ἀποκρίθηκαν σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του ὅτι: «ἀπὸ ποῦ νὰ μπορέσει κανεὶς ἐδῶ τούτους νὰ χορτάσει ἄρτων, ἐπ᾿ ἐρημίας»Καὶ τοὺς ῥωτοῦσε: «πόσους ἄρτους ἔχετε»; Οἱ δὲ εἶπαν: «ἑπτά»Καὶ παραγγέλλει στὸν ὄχλο νὰ καθίσουν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας ἔκοψε καὶ ἔδινε στοὺς μαθητές του ὥστε νὰ παρατεθοῦν, καὶ παρέθεσαν στὸν ὄχλο. Καὶ εἶχαν ψαράκια λίγα· καὶ εὐλογήσας αὐτὰ εἶπε: «καὶ τοῦτα νὰ παρατεθοῦν»Καὶ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν, καὶ πῆραν περισσεύματα κομματιῶν ἑπτὰ καλάθια. Ἦταν δὲ ὡς τέσσερις χιλιάδες. Καὶ τοὺς ἔδιωξε.      10 Καὶ ἀμέσως εἰσελθὼν στὸ πλοῖο μὲ τῶν μαθητῶν του ἦρθε στὰ μέρη Δαλμανουθά.      11 Καὶ ἐξῆλθαν οἱ Φαρισαίοι καὶ ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μ᾿ αὐτόν, ζητοῦντες παρ᾿ αὐτοῦ σημεῖο ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, πειράζοντές τον. 12 Καὶ ἀναστενάξας μὲ τὸ πνεῦμα του λέει: «γιατί ἡ γενεὰ τούτη ζητᾷ σημεῖο; ἀληθῶς σᾶς λέω, δὲν θὰ δοθεῖ στὴν γενεὰ τούτη σημεῖο»13 Καὶ ἀφήσας αὐτοὺς πάλι εἰσελθὼν ἀπῆλθε στὴν ἄλλη ὄχθη.      14 Καὶ ξέχασαν νὰ πάρουν ἄρτους, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ἄρτο δὲν εἶχαν μαζί τους ἄλλο στὸ πλοῖο. 15 Καὶ διέταζε σ᾿ αὐτοὺς λέγων: «προσέχετε, βλέπετε [νὰ ἀπέχετε] ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ τὸ προζύμι Ἡρῴδου»16 Καὶ διαλογίζονταν πρὸς ἀλλήλους ὅτι ἄρτους δὲν ἔχουν. 17 Καὶ γνωρίσας λέει σ᾿ αὐτούς: «τί διαλογίζεστε ὅτι ἄρτους δὲν ἔχετε; ἀκόμη δὲν ἐνοεῖτε οὔτε καταλαβαίνετε; πωρωμένη ἔχετε τὴν καρδιά σας; 18 μάτια ἔχοντες δὲν βλέπετε καὶ αὐτιὰ ἔχοντες δὲν ἀκοῦτε; καὶ δὲν μνημονεύετε, 19 ὅταν τοὺς πέντε ἄρτους ἔκοψα στοὺς πέντε χιλιάδες, πόσα κοφίνια κομματιῶν πλήρη πήρατε»; Λένε σ᾿ αὐτόν: «δώδεκα»20 «Ὅταν τοὺς ἑπτὰ στοὺς τέσσερις χιλιάδες, πόσα καλάθια γεμάτα κομματιῶν πήρατε»; Καὶ λένε σ᾿ αὐτόν: «ἑπτά»21 Καὶ ἔλεγε σ᾿ αὐτούς: «ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε»;      22 Καὶ ἔρχονται στὴ Βηθσαϊδά. Καὶ φέρνουν σ᾿ αὐτὸν τυφλὸ καὶ τὸν παρακαλοῦν γιὰ νὰ τὸν ἀγγίξει. 23 Καὶ τραβήξας τοῦ χεριοῦ τοῦ τυφλοῦ ἐξέφερε αὐτὸν ἔξω τοῦ χωριοῦ καὶ πτύσας στὰ μάτια του, ἐπιθέσας τὰ χέρια σ᾿ αὐτὸν τὸν ωτοῦσε: «βλέπεις κάτι»24 Καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε: «βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὅτι ὡς δέντρα βλέπω περιπατοῦντες»25 Ἔπειτα πάλι ἐπέθεσε τὰ χέρια ἐπὶ τὰ μάτια του, καὶ διέβλεψε καὶ ἀποκαταστάθηκε καὶ ἐνέβλεπε καθαρὰ ὅλα. 26 Καὶ τὸν ἀπέστειλε στὸν οἶκό του λέγων: «οὔτε στὸ χωριὸ νὰ εἰσέλθεις».
     27 Καὶ ἐξῆλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητές του στὰ χωριὰ Καισαρείας τῆς Φιλίππου· καὶ στὴν ὁδὸ ωτοῦσε τοὺς μαθητές του λέγων σ᾿ αὐτούς: «ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι»28 Οἱ δὲ εἶπαν σ᾿ αὐτὸν λέγοντες ὅτι: «ὁ Ἰωάννης  βαπτιστής”, καὶ ἄλλοι “ὁ Ἠλίας”, ἄλλοι δὲ ὅτι, “νας τῶν προφητῶν”. 29 Καὶ αὐτὸς τοὺς ῥωτοῦσε: «ἐσεῖς δὲ ποιός λέτε ὅτι εἶμαι»; Ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος τοῦ λέει: «ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός»30 Καὶ τοὺς ἐπιτίμησε γιὰ νὰ μὴ λένε σὲ κανέναν γι᾿ αὐτόν.      31 Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει ὅτι: «πρέπει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ νὰ πάθει καὶ νὰ ἀποδοκιμαστεῖ ὑπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων καὶ νὰ θανατωθεῖ καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες νὰ ἀναστηθεῖ»· 32 καὶ μὲ παῤῥησία τὸ λόγο μιλοῦσε. Καὶ προσλαβὼν αὐτὸν ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ τὸν ἐπιτιμᾷ. 33 Ὁ δὲ στραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητές του ἐπιτίμησε τὸν Πέτρο καὶ λέει: «φύγε πίσω μου, σατανᾶ, διότι δὲν φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων».      34 Καὶ προσκαλέσας τὸν ὄχλο μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, τοὺς εἶπε: «ἂν κάποιος θέλει πίσω μου νὰ ἀκολουθεῖ, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ νὰ μ ἀκολουθεῖ. 35 Διότι ὅποιος θέλει τὴν ψυχή του νὰ σώσει θὰ τὴ χάσει· ὅποιος χάσει δὲ τὴν ψυχή του ἕνεκεν ἐμένα καὶ τοῦ εὐαγγελίου θὰ τὴ σώσει. 36 Διότι τί ὠφελεῖ ἄνθρωπο νὰ κερδήσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ νὰ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του; 37 διότι τί θὰ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του; 38 διότι ὅποιος ἐπαισχυνθεῖ ἐμένα καὶ τοὺς δικούς μου λόγους στὴν γενεὰ τούτη τὴν μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλή, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ τὸν ἐπαισχυνθεῖ, ὅταν ἔρθει μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατρός του μὲ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων». 
[9] Καὶ ἔλεγε σ᾿ αὐτούς: «ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅτι εἶναι κάποιοι ἐδῶ τῶν ἱσταμένων, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θανάτου ἕως νὰ δοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχει ἔρθει μὲ δύναμη».      Καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι ἡμέρες παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ μόνους ἰδιαιτέρως. Καὶ μεταμορφώθηκε ἐμπρός τους, καὶ τὰ ἱμάτιά του ἔγιναν ἀστραφτερὰ λευκὰ πολύ, τέτοια ποὺ λευκαντὴς ἐπὶ τῆς γῆς δὲν μπορεῖ ἔτσι νὰ λευκάνει. Καὶ φάνηκε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἠλίας μαζὶ μὲ τὸ Μωυσῆ καὶ ἦταν συνομιλοῦντες μὲ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέει στὸν Ἰησοῦ: «ῥαββί, καλὸ εἶναι γιὰ μᾶς ἐδῶ νὰ εἴμαστε, καὶ νὰ φτιάξουμε τρεῖς σκηνές, γιὰ σένα μία καὶ γιὰ Μωυσῆ μία καὶ γιὰ Ἠλία μία»Διότι δὲν ἤξερε τὶ νὰ ἀποκριθεῖ, ἐπειδὴ ἔντρομοι ἔγιναν. Καὶ ἔγινε νεφέλη ἐπισκιάζουσα σ᾿ αὐτούς, καὶ ἔγινε φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης: «τοῦτος εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἀκοῦτε αὐτοῦ»Καὶ ξαφνικά, περιβλέψαντες κανέναν πλέον δὲν εἶδαν ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦ μόνο μὲ τοὺς ἑαυτούς τους.      Καὶ ἐνῶ κατέβαιναν ἐκ τοῦ ὄρους διέταξε σ᾿ αὐτοὺς ὥστε σὲ κανέναν αὐτὰ ποὺ εἶδαν νὰ μὴν διηγηθοῦν, παρὰ μόνο ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστηθεῖ. 10 Καὶ τὸ λόγο κράτησαν πρὸς ἑαυτούς τους συζητοῦντες τὶ εἶναι τὸ ἐκ νεκρῶν νὰ ἀναστηθεῖ.      11 Καὶ τὸν ῥωτοῦσαν λέγοντες ὅτι: «λένε οἱ γραμματεῖς ὅτι “ Ἠλίας πρέπει νὰ ἔρθει πρῶτα”»12 Ὁ δὲ εἶπε σ᾿ αὐτούς: «ὁ Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτα, ἀποκαθιστᾷ ὅλα· καὶ πῶς ἔχει γραφθεῖ ἐπὶ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου ὥστε πολλὰ νὰ πάθει καὶ νὰ ἐξουθενηθεῖ; 13 ἀλλὰ λέω σὲ σᾶς ὅτι καὶ ὁ Ἠλίας ἔχει ἔρθει, καὶ ἔκαναν σ᾿ αὐτὸν ὅσα θέλησαν, καθὼς ἔχει γραφθεῖ ἐπ᾿ αὐτόν».      14 Καὶ ἐλθόντες πρὸς τοὺς μαθητὲς εἶδαν ὄχλο πολὺ γύρῳ τους, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντες πρὸς αὐτούς. 15 Καὶ ἀμέσως ὅλος ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἔγιναν ἔκθαμβοι καὶ προστρέχοντες τὸν ἀσπάζονταν. 16 Καὶ τοὺς ῥώτησε: «τί συζητᾶτε πρὸς αὐτούς»17 Καὶ ἀποκρίθηκε σ᾿ αὐτὸν ἕνας ἐκ τοῦ ὄχλου: «διδάσκαλε, ἔφερα τὸν υἱό μου πρὸς ἐσένα, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλο· 18 καὶ ὅπου αὐτὸν κυριεύσει τὸν σωριάζει, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπα στοὺς μαθητές σου γιὰ νὰ τὸ ἐκβάλουν, καὶ δὲν μπόρεσαν»19 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς σ᾿ αὐτοὺς λέει: «ὦ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε πρὸς ἐσᾶς θὰ εἶμαι; ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνεχθῶ; φέρετέ τον πρὸς ἐμένα»20 Καὶ τὸν ἔφεραν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν τὸ πνεῦμα ἀμέσως τὸν σπάραξε, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς κυλιόταν ἀφρίζων. 21 Καὶ ώτησε τὸν πατέρα του: «πόσος καιρὸς εἶναι ποὺ τοῦτο ἔχει γίνει σ᾿ αὐτόν»; Ὁ δὲ εἶπε: «ἀπὸ παιδί· 22 καὶ πολλὲς φορὲς καὶ στὴ φωτιὰ τὸν ἔριξε καὶ σὲ νερὰ γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει· ἀλλ᾿ ἐὰν κάπως μπορεῖς, βοήθησέ μας σπλαχνισθεὶς ἐπ᾿ ἐμᾶς»23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «ἂν μπορεῖς [νὰ πιστέψεις], ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν πιστεύοντα»24 μέσως κράξας ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔλεγε: «πιστεύω· βοήθα με στὴν ἀπιστία»25 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυγκεντρώνεται ὄχλος, ἐπιτίμησε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτο λέγων σ᾿ αὐτό: «τὸ ἄλαλο καὶ κωφὸ πνεῦμα, ἐγὼ σοῦ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μὴν εἰσέλθεις πλέον σ᾿ αὐτόν»26 Καὶ κράξας καὶ πολλὰ σπαράξας ἐξῆλθε· καὶ ἔγινε σὰν νεκρός, ὥστε πολλοὶ νὰ λένε ὅτι πέθανε. 27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας τοῦ χεριοῦ του τὸν ἔγειρε, καὶ σηκώθηκε.      28 Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ σὲ οἶκο, οἱ μαθητές του ἰδιαιτέρως τὸν ωτοῦσαν ὅτι: «ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ ἐκβάλουμε»29 Καὶ τοὺς εἶπε: «τοῦτο τὸ γένος μὲ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐξέλθει παρὰ μόνο μὲ προσευχή».      30 Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξελθόντες παραπορεύονταν διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ μάθει κανεὶς· 31 διότι δίδασκε τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι: «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται σὲ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ θανατωθεὶς μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἀναστηθεῖ»32 Οἱ δὲ δὲν καταλάβαιναν τὸ λόγο, καὶ φοβοῦνταν νὰ τὸν ωτήσουν.      33 Καὶ ἦρθαν στὴν Καφαρναούμ. Καὶ στὴν οἰκία παριστάμενος τοὺς ωτοῦσε: «τί διαλογίζεστε στὴν ὁδὸ»34 Οἱ δὲ σιωποῦσαν· διότι πρὸς ἀλλήλους συζητοῦσαν στὴν ὁδὸ ποιὸς εἶναι μεγαλύτερος. 35 Καὶ καθίσας φώναξε τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς λέει: «ἂν κάποιος θέλει πρῶτος νὰ εἶναι, θὰ εἶναι ὅλων τελευταῖος καὶ ὅλων ὑπηρέτης»36 Καὶ λαβὼν παιδὶ τὸ ἔστησε ἀνάμεσά τους καὶ ἐναγκαλίσας αὐτὸ τοὺς εἶπε: 37 «ὅποιος δεχθεῖ ἕνα τέτοιου εἴδους παιδιῶν στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται· καὶ ὅποιος ἐμένα δέχεται, δὲν δέχεται ἐμένα ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με».      38 Εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰωάννης: «διδάσκαλε, εἴδαμε κάποιον στὸ ὄνομά σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια καὶ τὸν ἐμποδίζαμε, διότι δὲν μᾶς ἀκολουθοῦσε»39 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «μὴν τὸν ἐμποδίζετε. Διότι κανεὶς δὲν εἶναι ὁ ὁποῖος θὰ κάνει δύναμη στὸ ὄνομά μου καὶ νὰ μπορέσει γρήγορα νὰ μὲ κακολογήσει· 40 διότι ὅποιος δὲν εἶναι ἐναντίον μαςεἶναι ὑπέρ μας.      41 Διότι ὅποιος ποτίσει ἐσᾶς ποτήρι νεροῦ στὸ ὄνομα ὅτι Χριστοῦ εἶστε, ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι δὲν θὰ χάσει τὸ μισθό του.      42 Καὶ ὅποιος σκανδαλίσει ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων σὲ μένα, καλὸ εἶναι σ᾿ αὐτὸν μᾶλλον ἂν περιβάλλεται μύλος ὀνικὸς περὶ τὸν τράχηλό του καὶ ἔχει πέσει στὴ θάλασσα. 43 Καὶ ἐὰν σὲ σκανδαλίζει τὸ χέρι σου, ἀπόκοψέ το· καλὸ εἶναι κουλὸς νὰ εἰσέλθεις στὴ ζωὴ παρὰ τὰ δύο χέρια ἔχων νὰ ἀπέλθεις στὴ γέεννα, στὴ φωτιὰ τὴν ἄσβεστη. 45 Καὶ ἐὰν τὸ πόδι σου σὲ σκανδαλίζει, ἀπόκοψέ το· καλὸ εἶναι νὰ εἰσέλθεις στὴ ζωὴ χωλὸς παρὰ τὰ δύο πόδια ἔχων νὰ ιφθεῖς στὴ γέεννα. 47 Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου σὲ σκανδαλίζει, ἔκβαλέ το· καλὸ εἶναι μονόφθαλμος νὰ εἰσέλθεις στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρὰ δύο μάτια ἔχων νὰ ῥιφθεῖς στὴ γέεννα, 48 ὅπου τὸ σκουλήκι τους δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνεται.      49 Διότι καθένας μὲ φωτιὰ θὰ ἁλατισθεῖ. 50 Καλὸ εἶναι τὸ ἁλάτι· ἐὰν δὲ τὸ ἁλάτι ἀνάλατο γίνει, μὲ τὶ αὐτὸ θὰ ἀρτυθεῖ; νὰ ἔχετε μέσα σας ἁλάτι καὶ εἰρηνεύετε μ᾿ ἀλλήλους. 
[10] Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐγερθεὶς ἔρχεται στὴν περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας καὶ πέρα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ συμπορεύονται πάλι ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς συνήθιζε πάλι τοὺς δίδασκε.      Καὶ προσελθόντες Φαρισαίοι τὸν ῥωτοῦσαν ἂν ἐπιτρέπεται σὲ ἄνδρα νὰ χωρίσει γυναῖκα, πειράζοντές τον. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοὺς εἶπε: «τί σᾶς διέταξε ὁ Μωυσῆς»; Οἱ δὲ εἶπαν: «ἐπέτρεψε ὁ Μωυσῆς ἔγγραφο διαζυγίου νὰ γραφθεῖ καὶ νὰ χωριστεῖ». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «πρὸς τὴ σκληροκαρδία σας ἔγραψε σὲ σᾶς τὴν ἐντολὴ τούτη. Ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως, ἄρσεν καὶ θῆλυ τοὺς δημιούργησε· <ἕνεκεν τούτου θὰ ἐγκαταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα καὶ θὰ προσκολληθεῖ πρὸς τὴ γυναῖκά του, καὶ θὰ εἶναι οἱ δύο εἰς σάρκα μία>· ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα. Ὅ,τι λοιπὸν ὁ Θεὸς συνέζευξε ἄνθρωπος νὰ μὴ χωρίζει».      10 Καὶ στὴν οἰκία πάλι οἱ μαθητές, περὶ τούτου τὸν ῥωτοῦσαν. 11 Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ὅποιος χωρίσει τὴ γυναῖκά του καὶ νυμφευθεῖ ἄλλη μοιχεύεται ἐπ᾿ αὐτήν· 12 καὶ ἐὰν αὐτὴ χωρισθεῖσα τὸν ἄντρα της ὑπανδρευτεῖ ἄλλον μοιχεύεται».      13 Καὶ έφεραν προς αὐτὸν παιδιὰ ὥστε νὰ τὰ ἀγγίξει· οἱ δὲ μαθητὲς ἐπιτίμησαν αὐτά. 14 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀγανάκτησε καὶ τοὺς εἶπε: «ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ἔρχονται πρὸς ἐμένα, μὴν τὰ ἐμποδίζετε, διότι σὲ τέτοιας λογῆς ἀνήκει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 15 Ἀληθῶς σᾶς λέω, ὅποιος δὲν δεχθεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς παιδί, δὲν θὰ εἰσέλθει σ᾿ αὐτήν». 16 Καὶ ἐναγκαλίσας αὐτὰ κατευλογοῦσε θέσας τὰ χέρια ἐπ᾿ αὐτά.      17 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ σὲ ὁδὸ προστρέξας ἕνας καὶ γονατίσας σ᾿ αὐτὸν τὸν ῥωτοῦσε: «διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω ὥστε ζωὴ αἰώνια νὰ κληρονομήσω»; 18 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «τί μὲ λὲς ἀγαθό; κανεὶς ἀγαθὸς παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. 19 Τὶς ἐντολὲς ξέρεις· <μὴ φονεύσεις, μὴ μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, μὴν ἀποστερήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα>. 20 Ὁ δὲ εἶπε σ᾿ αὐτόν: «διδάσκαλε, τοῦτα ὅλα φύλαξα ἐκ νεότητός μου». 21 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀγάπησε καὶ τοῦ εἶπε: «ἕνα σοῦ ὑστερεῖ· πήγαινε, ὅσα ἔχεις πούλησε καὶ δῶσε στοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἔλα ἀκολούθα με». 22 Ὁ δὲ σκυθρωπάσας μὲ τὸ λόγο ἀπῆλθε λυπούμενος· διότι ἦταν ἔχων κτήματα πολλά.      23 Καὶ περιβλέψας ὁ Ἰησοῦς λέει στοὺς μαθητές του: «πόσο δύσκολα οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ εἰσέλθουν»... 24 Οἱ δὲ μαθητὲς ἔμεναν ἔκθαμβοι γιὰ τοὺς λόγους του. Ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλι ἀποκριθεὶς τοὺς λέει: «τέκνα, πόσο δύσκολο εἶναι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσέλθουν… 25 Εὐκολότερο εἶναι καμήλα διὰ τῆς τρύπας τῆς βελόνης νὰ διέλθει παρὰ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσέλθει». 26 Οἱ δὲ περισσῶς ἐκπλήσσονταν λέγοντες μεταξύ τους: «καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σωθεῖ»; 27 Ἐμβλέψας σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέει: «γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατο, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὸ Θεό· διότι ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸ Θεό».      28 Ἄρχισε νὰ λέει ὁ Πέτρος σ᾿ αὐτόν: «ἰδοὺ ἐμεῖς τ᾿ ἀφήσαμε ὅλα καὶ σ᾿ ἀκολουθήσαμε». 29 Εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «ἀληθῶς σᾶς λέω, κανεὶς δὲν εἶναι ὁ ὁποῖος ἄφησε οἰκία, ἢ ἀδερφούς, ἢ ἀδερφές, ἢ μητέρα, ἢ πατέρα, ἢ τέκνα, ἢ ἀγρούς, ἕνεκέν μου καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου, 30 καὶ δὲν θὰ λάβει ἑκατονταπλάσια τώρα στὸν καιρὸ ἐτοῦτο, οἰκίες καὶ ἀδερφοὺς καὶ ἀδερφὲς καὶ μητέρες καὶ τέκνα καὶ ἀγρούς, μὲ διωγμῶν, καὶ στὸν αἰῶνα τὸν ἐρχόμενο ζωὴ αἰώνια. 31 Πολλοὶ δὲ θὰ εἶναι πρῶτοι τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι πρῶτοι».      32 Ἦταν δὲ στὴν ὁδὸ ἀναβαίνοντες στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ ἦταν προπορευόμενος αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἔμεναν ἔκθαμβοι, οἱ δὲ ἀκολουθοῦντες φοβοῦνταν. Καὶ παραλαβὼν πάλι τοὺς δώδεκα ἄρχισε σ᾿ αὐτοὺς νὰ λέει τὰ μέλλοντα σ᾿ αὐτὸν νὰ συμβαίνουν: 33 «διότι ἰδοὺ ἀνεβαίνουμε στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς, καὶ θὰ τὸν κατακρίνουν μὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ ἔθνη 34 καὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ θανατώσουν, καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἀναστηθεῖ».      35 Καὶ πορεύονται προς αὐτὸν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου, λέγοντες σ᾿ αὐτόν: «διδάσκαλε, θέλουμε ὥστε ὅ,τι σοῦ αἰτήσουμε νὰ κάνεις σὲ μᾶς». 36 Ὁ δὲ τοὺς εἶπε: «τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω»; 37 Οἱ δὲ τοῦ εἶπαν: «δῶσε σὲ μᾶς ὥστε ἕνας ἐκ δεξιῶν σου καὶ ἕνας ἐξ ἀριστερῶν νὰ καθίσουμε στὴ δόξα σου». 38 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «δὲν ξέρετε τὶ αἰτεῖστε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τὸ ὁποῖο ἐγὼ πίνω ἢ τὸ βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο ἐγὼ βαπτίζομαι νὰ βαπτιστεῖτε»; 39 Οἱ δὲ τοῦ εἶπαν: «μποροῦμε». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «τὸ ποτήρι τὸ ὁποῖο ἐγὼ πίνω θὰ πιεῖτε καὶ τὸ βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο ἐγὼ βαπτίζομαι θὰ βαπτιστεῖτε, 40 τὸ δὲ νὰ καθίσετε ἐκ δεξιῶν μου ἢ ἐξ ἀριστερῶν δὲν εἶναι δικό μου νὰ δώσω, ἀλλὰ σ᾿ ὅσους ἔχει ἑτοιμαστεῖ».      41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 Καὶ προσκαλέσας αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέει: «ξέρετε πὼς αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ὅτι κυριεύουν τῶν ἐθνῶν, τοὺς κατακυριεύουν, καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν τοὺς κατεξουσιάζουν. 43 Δὲν θὰ εἶναι ἔτσι δὲ σὲ σᾶς, ἀλλ᾿ ὅποιος θέλει μέγας νὰ γίνει σὲ σᾶς θὰ σᾶς εἶναι ὑπηρέτης, 44 καὶ ὅποιος θέλει σὲ σᾶς νὰ εἶναι πρῶτος θὰ εἶναι ὅλων δοῦλος· 45 διότι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε νὰ ὑπηρετηθεῖ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο ἀντὶ πολλῶν».      46 Καὶ ἔρχονται στὴν Ἰεριχώ. Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἰεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν του καὶ ὄχλου ἀρκετοῦ, ὁ υἱὸς τοῦ Τιμαίου, ὁ Βαρτιμαῖος, τυφλὸς ζητιάνος, καθόταν παρὰ τὴν ὁδό. 47 Καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζαρηνὸς εἶναι, ἄρχισε νὰ κράζει καὶ νὰ λέει: «υἱὲ τοῦ Δαυίδ, Ἰησοῦ, ἐλέησέ με»! 48 Καὶ τὸν ἐπιτιμοῦσαν πολλοὶ γιὰ νὰ σιωπήσει· ὁ δὲ κατὰ πολὺ μᾶλλον ἔκραζε: «υἱὲ τοῦ Δαυίδ, ἐλέησέ με»! 49 Καὶ σταθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «φωνάξετέ τον. Καὶ φωνάζουν τὸν τυφλὸ λέγοντες σ᾿ αὐτόν: «πάρε θάῤῥος, ἐγέρσου, σὲ φωνάζει». 50 Ὁ δὲ ἀφήσας τὸ ἱμάτιό του, ἀναπηδήσας ἦρθε πρὸς τὸν Ἰησοῦ. 51 Καὶ ἀποκριθεὶς σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω»; Ὁ δὲ τυφλὸς τοῦ εἶπε: «ῥαββουνί, ἔτσι ὥστε νὰ ἀναβλέψω. 52 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «πήγαινε, ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει». Καὶ ἀμέσως ἀνέβλεψε καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε στὴν ὁδό.

[11] Καὶ ὅταν πλησιάζουν στὰ Ἰεροσόλυμα, στὴ Βηθφαγὴ καὶ Βηθανία, πρὸς τὸ ὅρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν του καὶ τοὺς λέει: «πηγαίνετε στὸ χωριὸ τὸ ἀπέναντί σας, καὶ ἀμέσως εἰσπορευόμενοι σ᾿ αὐτὴν θὰ βρεῖτε πουλάρι δεμένο ἐπὶ τὸ ὁποῖο κανεὶς ἀκόμη τῶν ἀνθρώπων δὲν κάθισε· λύσετέ το καὶ φέρετε. Καὶ ἐὰν κάποιος σᾶς πεῖ: “γιατί κάνετε τοῦτο”; πεῖτε: “ὁ Κύριος τὸ ἔχει ἀνάγκη”, καὶ ἀμέσως [θὰ] τὸ ἀποστέλλει πάλι ἐδῶ». Καὶ ἀπῆλθαν καὶ βρῆκαν πουλάρι δεμένο πρὸς θύρα ἔξω ἐπὶ τοῦ δρόμου καὶ τὸ λύνουν. Καὶ κάποιοι τῶν ἐκεῖ ἱσταμένων ἔλεγαν σ᾿ αὐτούς: «τί κάνετε λύοντες τὸ πουλάρι»; Οἱ δὲ τοὺς εἶπαν καθὼς εἶπε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς ἄφησαν. Καὶ φέρνουν τὸ πουλάρι πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ βάζουν πάνω σ᾿ αὐτὸ τὰ ἱμάτιά τους, καὶ κάθισε ἐπ᾿ αὐτό. Καὶ πολλοὶ τὰ ἱμάτιά τους ἔστρωσαν στὴν ὁδό, ἄλλοι δὲ κλάδους μὲ φύλλα κόψαντες ἐκ τῶν ἀγρῶν. Καὶ οἱ προπορευόμενοι καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζαν: «ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στὸ ὄνομα Κυρίου· 10 εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία τοῦ πατρός μας Δαυίδ· ὡσαννὰ στοὺς ὑψίστους».      11 Καὶ εἰσῆλθε στὰ Ἰεροσόλυμα στὸ ἱερὸ καὶ περιβλέψας ὅλα, ἑσπέρας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθε στὴ Βηθανία μὲ τῶν δώδεκα.      12 Καὶ στὴν ἐπαύριον, ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας πείνασε. 13 Καὶ ἰδὼν συκιὰ ἀπὸ μακριὰ ἔχουσα φύλλα ἦρθε, μήπως βρεῖ κάτι σ᾿ αὐτήν, καὶ ἐλθὼν ἐπ᾿ αὐτὴν τίποτα δὲν βρῆκε παρὰ μόνο φύλλα· διότι ὁ καιρὸς δὲν ἦταν σύκων. 14 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπε σ᾿ αὐτήν: «εἴθε νὰ μὴ φάει πλέον στὸν αἰῶνα ἀπὸ σένα κανεὶς καρπό». Καὶ ἄκουγαν οἱ μαθητές του.      15 Καὶ ἔρχονται στὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ εἰσελθὼν στὸ ἱερὸ ἄρχισε νὰ ἐκβάλλει τοὺς πωλοῦντες καὶ τοὺς ἀγοράζοντες στὸ ἱερό, καὶ τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν καὶ τὶς καθέδρες τῶν πωλούντων τὰ περιστέρια κατέστρεψε, 16 καὶ δὲν ἄφηνε ὥστε κάποιος νὰ φέρει σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ. 17 Καὶ δίδασκε καὶ τοὺς ἔλεγε: «δὲν ἔχει γραφθεῖ ὅτι: <ὁ οἶκός μου οἶκος, προσευχῆς θὰ ἀποκληθεῖ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη>; ἐσεῖς δὲ ἔχετε κάνει αὐτὸν σπήλαιο λῃστῶν».      18 Καὶ ἄκουσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ ζητοῦσαν πῶς νὰ τὸν θανατώσουν· διότι τὸν φοβοῦνταν, ἐπειδὴ ὅλος ὁ ὄχλος ἐκπλήσσονταν μὲ τὴ διδαχή του.      19 Καὶ ὅταν ἔγινε ἑσπέρα, ἐκπορεύονταν ἔξω τῆς πόλεως.      20 Καὶ παραπορευόμενοι πρωὶ εἶδαν τὴ συκιὰ ξηραμμένη ἐκ ῥιζῶν. 21 Καὶ ἐνθυμηθεὶς ὁ Πέτρος τοῦ λέει: «ῥαββί, δές, ἡ συκιὰ τὴν ὁποία καταράστηκες ἔχει ξεραθεῖ». 22 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέει: «νὰ ἔχετε πίστη Θεοῦ. 23 Ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι ὅποιος πεῖ στὸ ὄρος τοῦτο: “σήκω καὶ πέσε στὴ θάλασσα”, καὶ δὲν διστάσει στὴν καρδιά του ἀλλὰ πιστεύει πὼς ὅ,τι μιλᾷ γίνεται, θὰ γίνει σ᾿ αὐτόν. 24 Γιὰ τοῦτο σᾶς λέω, ὅλα ὅσα προσεύχεστε καὶ αἰτεῖστε, νὰ πιστεύετε ὅτι λάβατε, καὶ θὰ γίνει σὲ σᾶς. 25 Καὶ ὅταν στέκεστε προσευχόμενοι, νὰ συγχωρεῖτε ἂν ἔχετε κάτι ἐναντίον κάποιου, ὥστε καὶ ὁ Πατέρας σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανοὺς νὰ συγχωρέσει σὲ σᾶς τὰ παραπτώματά σας».      27 Καὶ ἔρχονται πάλι στὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ στὸ ἱερὸ περιπατοῦντος αὐτοῦ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι 28 καὶ τοῦ ἔλεγαν: «μὲ ποιά ἐξουσία κάνεις τοῦτα; ἢ ποιός σοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τούτη ὥστε νὰ κάμνεις τοῦτα»; 29 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «θὰ σᾶς ῥωτήσω ἕνα λόγο, καὶ ἀποκριθεῖτε μου καὶ θὰ πῶ σὲ σᾶς μὲ ποιὰ ἐξουσία κάνω τοῦτα· 30 τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦταν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; ἀποκριθεῖτε μου». 31 Καὶ διαλογίζονταν μεταξύ τους λέγοντες: «ἐὰν ποῦμε: “ἐξ οὐρανοῦ”, θὰ πεῖ: “γιατί λοιπὸν δὲν πιστέψατε σ᾿ αὐτόν”; 32 Ἀλλὰ νὰ ποῦμε: “ἐξ ἀνθρώπων”»; — Φοβοῦνταν τὸν ὄχλο· διότι ὅλοι εἶχαν τὸν Ἰωάννη ὄντως ὅτι προφήτης ἦταν. 33 Καὶ ἀποκριθέντες στὸν Ἰησοῦ λένε: «δὲν ξέρουμε». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέει: «οὔτε ἐγὼ σᾶς λέω μὲ ποιὰ ἐξουσία κάνω τοῦτα».
[12] Καὶ ἄρχισε σ᾿ αὐτοὺς μὲ παραβολὲς νὰ μιλᾷ: «ἀμπελῶνα ἄνθρωπος φύτεψε καὶ περιέθεσε φραγμὸ καὶ ἔφτιαξε πολήνι καὶ οἰκοδόμησε πύργο καὶ τὸν παρέδωσε σὲ γεωργοὺς καὶ ἀποδήμησε. Καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς στὸν καιρό του δοῦλο ὥστε παρὰ τῶν γεωργῶν νὰ λάβει ἀπὸ τῶν καρπῶν τοῦ ἀμπελῶνος· καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ ἀπέστειλαν ἄδειο. Καὶ πάλι ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ἄλλο δοῦλο· καὶ ἐκεῖνον χτύπησαν στὸ κεφάλι καὶ ἀτίμασαν. Καὶ ἄλλον ἀπέστειλε· καὶ ἐκεῖνον θανάτωσαν, καὶ πολλοὺς ἄλλους, τοὺς ὁποίους μὲν δείραντες, ἄλλους δὲ θανατώσαντες. Ἀκόμη ἕνα εἶχε υἱὸ ἀγαπητό· ἀπέστειλε αὐτὸν τελευταῖο πρὸς αὐτοὺς λέγων ὅτι: «θὰ ντραποῦν τὸν υἱό μου». Ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοὶ εἶπαν μεταξύ τους ὅτι: «τοῦτος εἶναι ὁ κληρονόμος· ἐλᾶτε νὰ τὸν σκοτώσουμε, καὶ ἐμᾶς θὰ εἶναι ἡ κληρονομία». Καὶ λαβόντες τὸν σκότωσαν καὶ τὸ ἐξέβαλαν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος. 9 Τί λοιπὸν θὰ κάνει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; θὰ ἔρθει καὶ θὰ σκοτώσει τοὺς γεωργοὺς καὶ θὰ δώσει τὸν ἀμπελῶνα σ᾿ ἄλλους. 10 Οὔτε τὴ γραφὴ τούτη διαβάσατε: <λίθο τὸν ὁποῖο ἀποδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, τοῦτος ἔγινε εἰς κεφαλὴ γωνίας· 11 παρὰ Κυρίου ἔγινε τούτη καὶ εἶναι θαυμαστὴ στὰ μάτια μας>; 12 Καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν πιάσουν, καὶ φοβήθηκαν τὸν ὄχλο, διότι γνώρισαν ὅτι πρὸς αὐτοὺς εἶπε τὴν παραβολή. Καὶ ἀφήσαντες αὐτὸν ἀπῆλθαν.      13 Καὶ ἀποστέλλουν πρὸς αὐτὸν κάποιους τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Ἡρῳδιανῶν γιὰ νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ λόγο. 14 Καὶ ἐλθόντες τοῦ λένε: «διδάσκαλε, ξέρουμε ὅτι ἀληθὴς εἶσαι καὶ δὲν σοῦ μέλλει περὶ κανενός· διότι δὲν βλέπεις σὲ πρόσωπο ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἀληθείας τὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ διδάσκεις· ἐπιτρέπεται νὰ δίνουν νόμισμα φόρου στὸν Καίσαρα ἢ ὄχι; νὰ δώσουμε ἢ νὰ μὴν δώσουμε»; 15 Ὁ δὲ γνωρίσας τὴν ὑπόκρισή τους τοὺς εἶπε: «τί μὲ πειράζετε; φέρετέ μου δηνάριο γιὰ νὰ δῶ». 16 Οἱ δὲ ἔφεραν. Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς: «ποιοῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τούτη καὶ ἡ ἐπιγραφή»; Οἱ δὲ τοῦ εἶπαν: «Καίσαρος». 17 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «τὰ Καίσαρος ἀποδῶστε στὸν Καίσαρα καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ στὸ Θεό». Καὶ θαύμαζαν μ᾿ αὐτόν.      18 Καὶ ἔρχονται Σαδδουκαίοι πρὸς αὐτόν, οἱ ὁποῖοι λένε, “δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση”, καὶ τὸν ῥωτοῦσαν λέγοντες: 19 «διδάσκαλε, ὁ Μωυσῆς ἔγραψε σὲ μᾶς ὅτι ἐὰν κάποιου ἀδερφὸς πεθάνει καὶ ἀφήσει γυναῖκα καὶ δὲν ἀφήσει τέκνο, ὡς ἀποτέλεσμα, νὰ λάβει ὁ ἀδερφός του τὴ γυναῖκα καὶ νὰ ἐξεγείρει σπέρμα στὸν ἀδερφό του. 20 Ἑπτὰ ἀδερφοὶ ἦταν· καὶ ὁ πρῶτος ἔλαβε γυναῖκα καὶ πεθαίνοντας δὲν ἄφησε σπέρμα· 21 καὶ ὁ δεύτερος ἔλαβε αὐτὴν καὶ πέθανε μὴ ἀφήσας σπέρμα· καὶ ὁ τρίτος τὸ ἴδιο· 22 καὶ οἱ ἑπτὰ δὲν ἄφησαν σπέρμα. Ἔπειτα ὅλων καὶ ἡ γυναῖκα πέθανε. 23 Στὴν ἀνάσταση ὅταν ἀναστηθοῦν ποιοῦ ἀπ᾿ αὐτῶν θὰ εἶναι γυναῖκα; διότι οἱ ἑπτὰ τὴν εἶχαν γυναῖκα. 24 Εἶπε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: «γιὰ τοῦτο δὲν πλανᾶστε, μὴ ἔχοντες γνωρίσει τὶς γραφὲς οὔτε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ; 25 διότι ὅταν ἐκ νεκρῶν ἀναστηθοῦν οὔτε νυμφεύουν οὔτε νυμφεύονται, ἀλλ᾿ εἶναι ὡς ἄγγελοι στοὺς οὐρανούς. 26 Περὶ δὲ τῶν νεκρῶν ὅτι ἐγείρονται δὲν διαβάσατε στὴ βίβλο Μωυσέως ἐπὶ τοῦ βάτου πῶς εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ Θεὸς λέγων: <ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ>; 27 δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων· πολὺ πλανᾶστε».      28 Καὶ προσελθὼν ἕνας τῶν γραμματέων ἀκούσας αὐτῶν συζητούντων, ἰδὼν ὅτι καλῶς ἀποκρίθηκε σ᾿ αὐτούς, τὸν ῥώτησε: «ποιά εἶναι ἐντολὴ πρώτη ὅλων; 29 Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς ὅτι: «πρώτη εἶναι: <ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός μας, Κύριος ἕνας εἶναι, 30 καὶ θὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸ Θεό σου ἐξ ὅλης τῆς καρδιᾶς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου>. 31 Δεύτερη εἶναι τούτη: <θὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου>. Μεγαλύτερη τούτων ἄλλη ἐντολὴ δὲν ὑπάρχει. 32 Καὶ τοῦ εἶπε ὁ γραμματέας: «καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ᾿ ἀληθείας εἶπες ὅτι ἕνας εἶναι καὶ δὲν εἶναι ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· 33 καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶς αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδιᾶς καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεως καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτό σου, περισσότερο εἶναι ὅλων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. 34 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν αὐτὸν ὅτι φρονίμως ἀποκρίθηκε εἶπε σ᾿ αὐτόν: «δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Καὶ κανεὶς πλέον δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ῥωτήσει.      35 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε διδάσκων στὸ ἱερό: «πῶς λένε οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστός, υἱὸς τοῦ Δαυὶδ εἶναι; 36 αὐτὸς ὁ Δαυὶδ εἶπε μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο: <εἶπε Κύριος στὸν Κύριό μου: “Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως νὰ θέσω τοὺς ἐχθρούς σου ὑπὸ κάτω τῶν ποδιῶν σου”>. 37 Αὐτὸς ὁ Δαυὶδ λέει αὐτὸν Κύριο, καὶ ἀπὸ ποῦ τοῦ εἶναι υἱός»; Καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἄκουγε αὐτοῦ εὐχαρίστως.      38 Καὶ ἐπίσης μὲ τὴ διδαχή του ἔλεγε: «προσέχετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων μὲ στολὲς νὰ περπατοῦν καὶ ἀσπασμοὺς στὶς ἀγορὲς 39 καὶ πρωτοκαθεδρίες στὶς συναγωγὲς καὶ πρῶτες θέσεις στὰ δείπνα, 40 οἱ κατατρώγοντες τὶς οἰκίες τῶν χηρῶν καὶ μὲ πρόφαση μακρὰ προσευχόμενοι· τοῦτοι θὰ λάβουν περισσότερο κρίμα».      41 Καὶ καθίσας ἀπέναντι τοῦ γαζοφυλακίου παρατηροῦσε πῶς ὁ ὄχλος ῥίχνει χαλκὸ στὸ γαζοφυλάκιο. Καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔριχναν πολλά· 42 καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔριξε δύο λεπτά, τὸ ὁποῖο εἶναι κοδράντης. 43 Καὶ προσκαλέσας τοὺς μαθητές του τοὺς εἶπε: «ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι ἡ χήρα τούτη ἡ πτωχὴ περισσότερο ἔριξε ὅλων τῶν ῥιπτόντων στὸ γαζοφυλάκιο· 44 διότι ὅλοι ἐκ τοῦ περισσεύματος σ᾿ αὐτοὺς ἔριξαν, τούτη δὲ ἐκ τοῦ ὑστερήματός της, ὅλα ὅσα εἶχε ἔριξε, ὅλο τὸ βιό της.
[13] Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ λέει σ᾿ αὐτὸν ἕνας τῶν μαθητῶν του: «διδάσκαλε, δὲς κάτι λίθους καὶ κάτι οἰκοδομές! Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «βλέπεις τοῦτες τὶς μεγάλες οἰκοδομές; δὲν θὰ ἀφεθεῖ ἐδῶ λίθος ἐπὶ λίθο ὁ ὁποῖος δὲν θὰ κατεδαφιστεῖ».      Καὶ καθημένου αὐτοῦ στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀπέναντι τοῦ ἱεροῦ, τὸν ῥωτοῦσε ἰδιαιτέρως ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀνδρέας· «πές μας, πότε τοῦτα θὰ εἶναι καὶ ποιό τὸ σημεῖο ὅταν μέλλει τοῦτα νὰ συντελοῦνται ὅλα»; Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἄρχισε νὰ λέει σ᾿ αὐτούς: «βλέπετε μὴ σᾶς πλανήσει κανείς· πολλοὶ θὰ ἔρθουν στὸ ὄνομά μου λέγοντες ὅτι: “ἐγὼ εἶμαι”, καὶ πολλοὺς θὰ πλανήσουν. Ὅταν δὲ ἀκούσετε πολέμους καὶ ἀκοὲς πολέμων, μὴν ταράζεστε· πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλ᾿ ἀκόμη δὲν εἶναι τὸ τέλος. Διότι θὰ ἐγερθεῖ ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλεία, θὰ εἶναι σεισμοὶ κατὰ τόπους, θὰ εἶναι πεῖνες· ἀρχὴ ὠδίνων εἶναι τοῦτα.      Προσέχετε δὲ μὲ τοὺς ἑαυτούς σας· θὰ σᾶς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ σὲ συναγωγὲς θὰ δαρθεῖτε καὶ ἐπὶ ἡγεμόνων καὶ βασιλέων θὰ σταθεῖτε ἕνεκέν μου γιὰ μαρτυρία σ᾿ αὐτούς. 10 Καὶ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη πρῶτα πρέπει νὰ κηρυχθεῖ τὸ εὐαγγέλιο. 11 Καὶ ὅταν σᾶς φέρνουν παραδίδοντες, μὴν προμεριμνᾶτε τὶ θὰ μιλήσετε, ἀλλ᾿ ὅ,τι δοθεῖ σὲ σᾶς ἐκείνη τὴν ὥρα τοῦτο μιλᾶτε· διότι δὲν εἶστε ἐσεῖς οἱ ὁμιλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. 12 Καὶ θὰ παραδώσει ἀδερφὸς ἀδερφὸ σὲ θάνατο καὶ πατέρας τέκνο, καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θὰ τοὺς θανατώσουν· 13 καὶ θὰ εἶστε μισούμενοι ὑφ᾿ ὅλων διὰ τὸ ὄνομά μου. Ὁ δὲ ὑπομείνας ἕως τέλος τοῦτος θὰ σωθεῖ.      14 Ὅταν δεῖτε δὲ τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἱστάμενο ὅπου δὲν πρέπει (ὁ διαβάζων ἂς ἐννοεῖ), τότε αὐτοὶ ποὺ θὰ εἶναι στὴν Ἰουδαία νὰ φύγουν στὰ ὄρη, 15 ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος νὰ μὴν κατέβει οὔτε νὰ εἰσέλθει νὰ πάρει τίποτα ἐκ τῆς οἰκίας του, 16 καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ εἶναι στὸν ἀγρὸ νὰ μὴν ἐπιστρέψει πίσω νὰ πάρει τὸ ἱμάτιό του. 17 Οὐαὶ δὲ σ᾿ αὐτὲς ποὺ θὰ κυοφοροῦν καὶ θὰ θηλάζουν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.      18 Προσεύχεστε δὲ ὥστε μὴ γίνει χειμῶνος· 19 διότι θὰ εἶναι οἱ ἡμέρες ἐκεῖνες θλίψη, τέτοια ποὺ δὲν ἔχει γίνει σὰν αὐτὴν ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως, τὴν ὁποία ἔκτισε ὁ Θεὸς ἕως τώρα, καὶ δὲν θὰ ξαναγίνει. 20 Καὶ ἂν δὲν μίκραινε ὁ Κύριος τὶς ἡμέρες, δὲν θὰ σωζόταν καμία σάρκα· ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξε, μίκρυνε τὶς ἡμέρες.      21 Καὶ τότε ἐὰν κάποιος σᾶς πεῖ: “δές, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός”, “Δές, ἐκεῖ”, μὴν πιστέψετε· 22 διότι θὰ ἐγερθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆτες καὶ θὰ δώσουν σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ νὰ ἀποπλανοῦν, ἂν εἶναι δυνατόν, τοὺς ἐκλεκτούς. 23 Ἐσεῖς δὲ προσέχετε· ἔχω προειπεῖ σὲ σᾶς ὅλα.      24 Ἀλλ᾿ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, μετὰ τὴ θλίψη ἐκείνη, ὁ ἥλιος θὰ σκοτιστεῖ καὶ ἡ σελήνη δὲν θὰ δώσει τὸ φέγγος της, 25 καὶ τὰ ἄστρα θὰ εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντα, καὶ οἱ δυνάμεις ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανοὺς θὰ σαλευθοῦν. 26 Καὶ τότε θὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενο σὲ νεφέλες μὲ δυνάμεως πολλῆς καὶ δόξης. 27 Καὶ τότε θὰ ἀποστείλει τοὺς ἀγγέλους καὶ θὰ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτούς του ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ᾿ ἄκρου γῆς ἕως ἄκρου οὐρανοῦ.      28 Ἀπὸ δὲ τῆς συκιᾶς μάθετε τὴν παραβολή: ὅταν ἤδη ὁ κλάδος της ἁπαλὸς γίνει καὶ ἐκφύει τὰ φύλλα, γνωρίζετε ὅτι πλησίον τὸ θέρος εἶναι· 29 ἔτσι καὶ ἐσεῖς, ὅταν δεῖτε τοῦτα γινόμενα, γνωρίζετε ὅτι πλησίον εἶναι στὶς θύρες.      30 Ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι δὲν θὰ παρέλθει ἡ γενεὰ τούτη μέχρις ὅτου τοῦτα ὅλα γίνουν. 31 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ δὲ λόγοι μου δὲν θὰ παρέλθουν.      32 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας κανεὶς δὲν ξέρει, οὔτε οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ οὔτε ὁ Υἱός, παρὰ μόνο ὁ Πατέρας.      33 Προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε· διότι δὲν ξέρετε πότε εἶναι ὁ καιρός. 34 Ὅπως ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφήσας τὴν οἰκία του καὶ δώσας στοὺς δούλους του τὴν ἐξουσία, στὸν καθένα τὸ ἔργο του, καὶ στὸν θυρωρὸ διέταξε γιὰ νὰ ἀγρυπνεῖ. 35 Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν· διότι δὲν ξέρετε πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ἢ ἑσπέρα, ἢ μεσονύκτιο, ἢ πετεινοῦ φωνῆς, ἢ πρωί, 36 μήπως ἐλθὼν αἰφνιδίως σᾶς βρεῖ κοιμωμένους. 37 Ὅ,τι δὲ σὲ σᾶς λέω, σὲ ὅλους λέω, ἀγρυπνεῖτε. 

[14] Ἦταν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες. Καὶ ζητοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν μὲ δόλο πιάσαντες νὰ θανατώσουν· διότι ἔλεγαν: «ὄχι στὴν ἑορτή, μήποτε θὰ γίνεται θόρυβος τοῦ λαοῦ.      Καὶ ὄντος αὐτοῦ στὴ Βηθανία, στὴν οἰκία Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, καθημένου αὐτοῦ ἦρθε γυναῖκα ἔχουσα ἀλαβάστρινο μύρου νάρδου καθαρῆς πολυτελοῦς, συντρίψασα τὸ ἀλαβάστρινο έχυνε ἐπὶ τοῦ κεφαλιοῦ του. Ἦταν δὲ κάποιοι ἀγανακτοῦντες μεταξύ τους: «εἰς τί ἡ ἀπώλεια τούτη τοῦ μύρου ἔχει γίνει; διότι μποροῦσε τοῦτο τὸ μύρο νὰ πωληθεῖ περισσότερο δηναρίων τριακοσίων καὶ νὰ δοθεῖ στοὺς πτωχούς»· καὶ ὀργίζονταν μ᾿ αὐτήν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «ἀφῆστέ την· γιατί τὴν ἐνοχοποιεῖτε; καλὸ ἔργο ἔκανε σὲ μένα. Διότι πάντοτε τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μαζί σας καὶ ὅταν θέλετε μπορεῖτε σ᾿ αὐτοὺς καλῶς νὰ κάνετε, ἐμένα δὲ δὲν ἔχετε πάντοτε. Ὅ,τι εἶχε ἔκανε· πρόκανε νὰ ἀρωματίσει τὸ σῶμά μου γιὰ τὸν ἐνταφιασμό. Ἀληθῶς δὲ σᾶς λέω, ὅπου κηρυχθεῖ τὸ εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ὅ,τι ἔκανε τούτη θὰ μιληθεῖ εἰς ἐνθύμησή της».      10 Καὶ ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώθ, ὁ ἕνας ἐκ τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ τὸν παραδώσει σ᾿ αὐτούς. 11 Οἱ δὲ ἀκούσαντες χάρηκαν καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ τοῦ δώσουν ἀργύριο. Καὶ ζητοῦσε νὰ βρεῖ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν παραδώσει.      12 Καὶ στὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ὅταν θυσίαζαν τὸ πάσχα, λένε σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του: «ποῦ θέλεις ἀπελθόντες νὰ ἑτοιμάσουμε γιὰ νὰ φᾶς τὸ πάσχα»; 13 Καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν του καὶ τοὺς λέει: «πηγαίνετε στὴν πόλη, καὶ θὰ σᾶς συναντήσει ἄνθρωπος βαστάζων κεραμικὸ νεροῦ· ἀκολουθήσετέ τον. 14 Καὶ ὅπου εἰσέλθει πεῖτε στὸν οἰκοδεσπότη ὅτι: “ὁ διδάσκαλος λέει: ‘ποῦ εἶναι τὸ κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα μὲ τῶν μαθητῶν μου θὰ φάω’”; 15 καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς δείξει ἀνώγειο μεγάλο στρωμένο ἕτοιμο· καὶ ἐκεῖ ἑτοιμάσετε γιὰ μᾶς». 16 Καὶ ἐξῆλθαν οἱ μαθητὲς καὶ ἦρθαν στὴν πόλη καὶ βρῆκαν καθὼς τοὺς εἶπε καὶ ἑτοίμασαν τὸ πάσχα.      17 Καὶ ἑσπέρας γενομένης ἔρχεται μὲ τῶν δώδεκα. 18 Καὶ καθημένων αὐτῶν καὶ τρωγόντων, ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσει, ὁ τρώγων μαζί μου». 19 Ἄρχισαν νὰ λυποῦνται καὶ νὰ τοῦ λένε ἕνας καθ᾿ ἕνας: «μήπως ἐγώ»; 20 Ὁ δὲ εἶπε σ᾿ αὐτούς: «ἕνας ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ βουτῶν μαζί μου στὸ δοχεῖο. 21 Διότι ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου φεύγει καθὼς ἔχει γραφθεῖ περὶ αὐτοῦ, οὐαὶ δὲ στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται· καλὸ θὰ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἂν δὲν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος».      22 Καὶ τρωγόντων αὐτῶν λαβὼν ἄρτο εὐλογήσας ἔκοψε καὶ τοὺς ἔδωσε, καὶ εἶπε: «λάβετε, τοῦτο εἶναι τὸ σῶμά μου». 23 Καὶ λαβὼν ποτήρι εὐχαριστήσας ἔδωσε σ᾿ αὐτούς, καὶ ἤπιαν ἐξ αὐτοῦ ὅλοι. 24 Καὶ τοὺς εἶπε: «τοῦτο εἶναι τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ ἐκχυνόμενο ὑπὲρ πολλῶν. 25 Ἀληθῶς σᾶς λέω ὅτι δὲν θὰ πιῶ στὸ ἐξῆς ἐκ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινούργιο στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».      26 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθαν στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν. 27 Καὶ τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς ὅτι: «ὅλοι θὰ σκανδαλιστεῖτε, διότι ἔχει γραφθεῖ: <θὰ πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ τὰ πρόβατα θὰ διασκορπιστοῦν>. 28 Ἀλλὰ μετὰ ποὺ θὰ ἐγερθῶ θὰ σᾶς προϋπαντήσω στὴ Γαλιλαία». 29 Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε σ᾿ αὐτόν: «ἂν καὶ ὅλοι θὰ σκανδαλιστοῦν, ἀλλ᾿ ἐγὼ ὄχι». 30 Καὶ τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: «ἀληθῶς σοῦ λέω ὅτι ἐσὺ σήμερα τούτη τὴ νύκτα, πρὶν δύο φορὲς νὰ φωνάξει πετεινός, τρεῖς φορὲς θὰ μὲ ἀπαρνηθεῖς. 31 Ὁ δὲ περισσότερο μιλοῦσε: «ἐὰν πρέπει νὰ πεθάνω μαζὶ μὲ σένα, δὲν θὰ σ᾿ ἀπαρνηθῶ». Τὸ ἴδιο δὲ καὶ ὅλοι ἔλεγαν.      32 Καὶ ἔρχονται σὲ τόπο, ὅπου τὸ ὄνομα εἶναι Γεθσημανί, καὶ λέει στοὺς μαθητές του: «καθίσετε ἐδῶ ἕως νὰ προσευχηθῶ». 33 Καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη μαζί του, καὶ ἄρχισε νὰ γίνεται ἔκθαμβος καὶ νὰ ἀδημονεῖ, 34 καὶ τοὺς λέει: «περίλυπος εἶναι ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνετε ἐδῶ καὶ ἀγρυπνεῖτε». 35 Καὶ προελθὼν λίγο ἔπεφτε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ προσευχόταν ὥστε ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ παρέλθει ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα, 36 καὶ ἔλεγε: «Ἀββά, ὁ Πατέρας, ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ σένα· πᾶρε τὸ ποτήρι τοῦτο ἀπὸ μένα· ἀλλ᾿ ὄχι ὅ,τι ἐγὼ θέλω νὰ γίνει ἀλλὰ ὅ,τι ἐσύ». 37 Καὶ ἔρχεται καὶ τοὺς βρίσκει κοιμωμένους, καὶ λέει στὸν Πέτρο: «Σίμων, κοιμᾶσαι; δὲν μπόρεσες μία ὥρα νὰ ἀγρυπνήσεις; 38 ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴν ἔρθετε σὲ πειρασμό· τὸ μὲν πνεῦμα εἶναι πρόθυμο, ἡ δὲ σάρκα ἀσθενής». 39 Καὶ πάλι ἀπελθὼν προσευχήθηκε εἰπὼν τὸν ἴδιο λόγο. 40 Καὶ πάλι ἐλθὼν τοὺς βρῆκε κοιμωμένους, διότι ἦταν τὰ μάτια τους πολὺ κουρασμένα, καὶ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ τοῦ ἀποκριθοῦν. 41 Καὶ ἔρχεται τὴν τρίτη φορὰ καὶ τοὺς λέει: «κοιμᾶστε, τὸ λοιπόν, καὶ ἀναπαύεστε· φτάνει· ἦρθε ἡ ὥρα, ἰδοὺ παραδίδεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὰ χέρια τῶν ἁμαρτωλῶν. 42 Ἐγείρεστε, φεύγουμε· ἰδοὺ ὁ παραδίδων με ἔφτασε».      43 Καὶ ἀμέσως, ἀκόμη αὐτοῦ ὁμιλοῦντος, ἐμφανίζεται ὁ Ἰούδας, ἕνας ἐκ τῶν δώδεκα, καὶ μαζί του ὄχλος μὲ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων. 44 Εἶχε δώσει δὲ ὁ παραδίδων αὐτὸν σημεῖο σ᾿ αὐτοὺς λέγων: «ὅποιον φιλήσω, αὐτὸς εἶναι, πιάσετέ τον καλὰ καὶ πάρτε τον». 45 Καὶ ἐλθὼν ἀμέσως, προσελθὼν σ᾿ αὐτὸν λέει: «ῥαββί», καὶ τὸν καταφίλησε· 46 οἱ δὲ ἐπέβαλαν τὰ χέρια σ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν ἔπιασαν. 47 Ἕνας δὲ κάποιος τῶν παρισταμένων τραβήξας τὴ μάχαιρα χτύπησε τὸ δοῦλο τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἔκοψε τὸ αὐτί του.      48 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «ὡς ἐπὶ λῃστὴ ἐξήλθατε μὲ μαχαιρῶν καὶ ξύλων νὰ μὲ συλλάβετε; 49 Κάθε ἡμέρα ἤμουν πρὸς ἐσᾶς στὸ ἱερὸ διδάσκων καὶ δὲν μὲ πιάσατε· ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ γραφές». 50 Καὶ ἀφήσαντες αὐτὸν ἔφυγαν ὅλοι. 51 Καὶ κάποιος νέος τὸν ἀκολουθοῦσε ἐνδεδυμένος σινδόνη ἐπὶ τοῦ γυμνοῦ του, καὶ τὸν πιάνουν· 52 ὁ δὲ ἀφήσας τὴ σινδόνη ἔφυγε γυμνός.      53 Καὶ πῆγαν τὸν Ἰησοῦ πρὸς τὸν ἀρχιερέα, καὶ συγκεντρώνονται ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. 54 Καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακριὰ τὸν ἀκολούθησε ἕως μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦταν συγκαθήμενος μὲ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὴ φωτιά.      55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλο τὸ συνέδριο ζητοῦσαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρία γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, καὶ δὲν ἔβρισκαν· 56 διότι πολλοὶ ψευδομαρτυροῦσαν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ σύμφωνες οἱ μαρτυρίες δὲν ἦταν. 57 Καὶ κάποιοι σηκωθέντες ψευδομαρτυροῦσαν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες 58 ὅτι: «ἐμεῖς ἀκούσαμε αὐτοῦ λέγοντος ὅτι: “ἐγὼ θὰ κατεδαφίσω τὸ ναὸ τοῦτον τὸν χειροποίητο καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλο ἀχειροποίητο θὰ οἰκοδομήσω”». 59 Καὶ οὔτε ἔτσι σύμφωνη ἦταν ἡ μαρτυρία τους. 60 Καὶ σηκωθεὶς ὁ ἀρχιερέας στὸ μέσο ῥώτησε τὸν Ἰησοῦ λέγων: «δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτα σ᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦτοι σοῦ καταμαρτυροῦν»; 61 Ὁ δὲ σιωποῦσε καὶ δὲν ἀποκρινόταν τίποτα. Πάλι ὁ ἀρχιερέας τὸν ῥωτοῦσε, καὶ τοῦ λέει: «ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ»; 62 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε: «ἐγὼ εἶμαι, καὶ θὰ δεῖτε τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενο τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενο μὲ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ». 63 Ὁ δὲ ἀρχιερέας διασχίσας τοὺς χιτῶνές του λέει: «τί πλέον ἀνάγκη ἔχουμε μαρτύρων; 64 Ἀκούσατε τῆς βλασφημίας· τί σᾶς φαίνεται»; Οἱ δὲ ὅλοι τὸν κατέκριναν, ἔνοχος ὅτι εἶναι θανάτου.      65 Καὶ ἄρχισαν κάποιοι νὰ τὸν φτύνουν καὶ νὰ περικαλύπτουν τὸ πρόσωπό του καὶ νὰ τὸν γρονθοκοποῦν καὶ νὰ τοῦ λένε: «προφήτεψε, καὶ οἱ ὑπηρέτες μὲ χαστούκια τὸν περιέλαβαν.      66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω στὴν αὐλή, ἔρχεται μία τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως 67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρο θερμαινόμενο, ἐμβλέψασα σ᾿ αὐτὸν λέει: «καὶ ἐσὺ ἤσουν μὲ τὸ Ναζαρηνὸ τὸν Ἰησοῦ». 68 Ὁ δὲ ἀρνήθηκε λέγων: «οὔτε ξέρω οὔτε γνωρίζω ἐσὺ τὶ λές». Καὶ ἐξῆλθε ἔξω στὸ προαύλιο καὶ πετεινὸς φώναξε.      69 Καὶ ἡ δούλη ἰδοῦσα αὐτὸν ἄρχισε πάλι νὰ λέει στοὺς παρισταμένους ὅτι: «τοῦτος ἐξ αὐτῶν εἶναι». 70 Ὁ δὲ πάλι ἀρνεῖτο. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πάλι οἱ παριστάμενοι ἔλεγαν στὸν Πέτρο: «ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶσαι, διότι καὶ Γαλιλαῖος εἶσαι». 71 Ὁ δὲ ἄρχισε νὰ αναθεματίζει καὶ νὰ ὁρκίζεται ὅτι: «δὲν ξέρω τὸν ἄνθρωπο τοῦτον τὸν ὁποῖο λέτε…! 72 Καὶ ἀμέσως δεύτερη φορὰ πετεινὸς φώναξε. Καὶ ἐνθυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸ λόγο, ὅπως εἶπε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι: “πρὶν πετεινὸς φωνάξει δύο φορές, τρεῖς φορὲς θὰ μὲ ἀπαρνηθεῖς”· καὶ ξέσπασε σὲ κλάμα. 

[15] Καὶ ἀμέσως πρωί, συμβούλιο καμόντες οἱ ἀρχιερεῖς μὲ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλο τὸ συνέδριο, δέσαντες τὸν Ἰησοῦ πῆγαν καὶ παρέδωσαν στὸν Πιλᾶτο.      Καὶ τὸν ῥώτησε ὁ Πιλᾶτος: «ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων»; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τοῦ λέει: «ἐσὺ λές». Καὶ τοῦ κατηγοροῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς πολλά. Ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλι τὸν ῥωτοῦσε λέγων: «δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτα; δὲς πόσα σοῦ κατηγοροῦν». Ὁ δὲ Ἰησοῦς δὲν ἀποκρίθηκε τίποτα ξανά, ὥστε νὰ θαυμάζει τὸν Πιλᾶτο.      Κατὰ δὲ τὴν ἑορτὴ ἀπελευθέρωνε σ᾿ αὐτοὺς ἕνα δέσμιο τὸν ὁποῖο τοῦ αἰτοῦνταν. Ἦταν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μὲ τοὺς στασιαστὲς δεμένος, οἱ ὁποῖοι στὴν ἀνταρσία εἶχαν κάνει φόνο. Καὶ ἀνέβηκε ὁ ὄχλος καὶ ἄρχισε νὰ αἰτεῖται καθὼς ἔκαμνε [πάντα] σ᾿ αὐτούς. Ὁ δὲ Πιλᾶτος τοὺς ἀποκρίθηκε λέγων: «θέλετε νὰ σᾶς ἐλευθερώσω τὸ βασιλέα τῶν Ἰουδαίων»; 10 Διότι γνώριζε ὅτι γιὰ φθόνο εἶχαν παραδώσει αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς. 11 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς διήγειραν τὸν ὄχλο ὥστε μᾶλλον τὸ Βαραββᾶ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει. 12 Ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλι ἀποκριθεὶς τοὺς ἔλεγε: «τί λοιπὸν θέλετε νὰ κάνω, αὐτὸν ποὺ λέτε, τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων»; 13 Οἱ δὲ πάλι ἔκραξαν: «σταύρωσέ τον»! 14 Ὁ δὲ Πιλᾶτος τοὺς ἔλεγε: «γιατί, τί κακὸ ἔκανε; Οἱ δὲ περισσότερο ἔκραξαν: «σταύρωσέ τον»!      15 Ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος στὸν ὄχλο τὸ ἀρεστὸ νὰ κάνει, τοὺς ἐλευθέρωσε τὸ Βαραββᾶ, καὶ παρέδωσε τὸν Ἰησοῦ μαστιγώσας γιὰ νὰ σταυρωθεῖ.      16 Οἱ δὲ στρατιῶτες τὸν πήγαν μέσα στὴν αὐλή, τὸ ὁποῖο εἶναι πραιτώριο, καὶ συγκαλοῦν ὅλη τὴ φρουρά. 17 Καὶ τὸν ἐνδύουν πορφύρα καὶ περιθέτουν σ᾿ αὐτὸν πλέξαντες ἀκάνθινο στεφάνι· 18 καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἀσπάζονται· «χαῖρε, βασιλέα τῶν Ἰουδαίων»· 19 καὶ τοῦ χτυποῦσαν τὸ κεφάλι μὲ καλάμι καὶ τὸν ἔφτυναν, καὶ θέσαντες τὰ γόνατα τὸν προσκυνοῦσαν. 20 Καὶ ὅταν τὸν ἐνέπαιξαν, τοῦ ἐξέδυσαν τὴν πορφύρα καὶ τὸν ἔντυσαν μὲ τὰ ἱμάτιά του.      Καὶ τὸν ἐκφέρουν ἔξω γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν. 21 Καὶ ἀγγαρεύουν κάποιον ποὺ περνοῦσε, τὸν Σίμωνα Κυρηναῖο ἐρχόμενο ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ῥούφου, γιὰ νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του.      22 Καὶ τὸν φέρνουν ἐπὶ τὸν τόπο Γολγοθᾶ, τὸ ὁποῖο σημαίνει: Κρανίου Τόπος. 23 Καὶ τοῦ ἔδιναν ἀρωματισμένο οἶνο μὲ σμύρνα· ὁ ὁποῖος δὲ δὲν ἔλαβε. 24 Καὶ τὸν σταυρώνουν καὶ διαμοιράζονται τὰ ἱμάτιά του ῥίπτοντες κλῆρο ἐπ᾿ αὐτὰ ποιὸς τὶ θὰ πάρει. 25 Ἦταν δὲ ὥρα ἐννέα καὶ τὸν σταύρωσαν. 26 Καὶ ἦταν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας του ἐπιγραμμένη: “ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων”.      27 Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν σταυρώνουν δύο λῃστές, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ ἀριστερῶν του.      29 Καὶ οἱ παραπορευόμενοι τὸν βλασφημοῦσαν κουνῶντας τὰ κεφάλια τους καὶ λέγοντες: «οὐά, ὁ κατεδαφίζων τὸ ναὸ καὶ οἰκοδομῶν σὲ τρεῖς ἡμέρες, 30 κατέβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ σῶσε τὸν ἑαυτό σου». 31 Ὁμοίως καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μὲ τῶν γραμματέων ἔλεγαν: «ἄλλους ἔσωσε, τὸν ἑαυτό του δὲν μπορεῖ νὰ σώσει· 32 ὁ Χριστὸς ὁ βασιλέας τοῦ Ἰσραὴλ νὰ κατέβει τώρα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ δοῦμε καὶ νὰ πιστέψουμε». Καὶ οἱ συσταυρωμένοι μαζὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν ὀνείδιζαν.      33 Καὶ ὅταν πῆγε ἡ ὥρα δώδεκα, σκότος ἔγινε ἐφ᾿ ὅλη τὴ γῆ ἕως τὶς τρεῖς ἡ ὥρα. 34 Καὶ στὶς τρεῖς ἡ ὥρα φώναξε ὁ Ἰησοῦς μὲ φωνὴ μεγάλη: «Ἐλωί, Ἐλωί, λεμὰ σαβαχθανί»; Τὸ ὁποῖο σημαίνει: “ὁ Θεός μου, ὁ Θεός μου, εἰς τί μὲ ἐγκατέλειψες”; 35 Καὶ κάποιοι τῶν παρισταμένων ἀκούσαντες ἔλεγαν: «δές, τὸν Ἠλία φωνάζει». 36 Τρέξας δὲ κάποιος καὶ γεμίσας σφουγγάρι μὲ ξύδι περιθέσας σὲ καλάμι τὸν πότιζε λέγων: «ἀφῆστε νὰ δοῦμε ἂν ἔρχεται ὁ Ἠλίας νὰ τὸν κατεβάσει». 37 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφήσας φωνὴ μεγάλη ἐξέπνευσε.      38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε στὰ δύο ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω. 39 Ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος ὁ παριστάμενος ἐξ ἐνώπιόν του ὅτι ἔτσι ἐξέπνευσε, εἶπε: «ἀληθῶς τοῦτος ὁ ἄνθρωπος Υἱὸς Θεοῦ ἦταν».      40 Ἦταν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἔβλεπαν, στὶς ὁποῖες ἦταν καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ, καὶ τοῦ Ἰωσῆτος ἡ μητέρα καὶ ἡ Σαλώμη, 41 οἱ ὁποῖες ὅταν ἦταν στὴ Γαλιλαία τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν, καὶ ἄλλες πολλὲς οἱ ὁποῖες ἀνέβηκαν μαζὶ μ᾿ αὐτὸν στὰ Ἰεροσόλυμα.      42 Καὶ ἤδη ἑσπέρας γενομένης, ἐπειδὴ ἦταν παρασκευή, τὸ ὁποῖο εἶναι προσάββατο, 43 ἐλθὼν ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐπρεπῆ στέλεχος, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἦταν προσμένων τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς τὸν Πιλᾶτο καὶ αἰτήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 44 Ὁ δὲ Πιλᾶτος θαύμασε ἂν ἤδη πέθανε καὶ προσκαλέσας τὸν ἑκατόνταρχο τὸν ῥώτησε ἂν πέθανε νωρίς· 45 καὶ γνωρίσας ἀπὸ τοῦ ἑκατοντάρχου, δώρησε τὸ πτῶμα στὸν Ἰωσήφ. 46 Καὶ ἀγοράσας σάβανο, τὸν κατέβασε καὶ τὸν περιτύλιξε μὲ τὸ σάβανο καὶ τὸν ἔθεσε στὸ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν λατομημένο σὲ βράχο, καὶ προσκύλισε λίθο ἐπὶ τὴ θύρα τοῦ μνημείου. 47 Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ τοῦ Ἰωσῆτος παρατηροῦσαν ποῦ ἔχει τεθεῖ. 

[16] Καὶ ἀφοῦ πέρασε τὸ σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα γιὰ νὰ ἔρθουν νὰ τὸν ἀλείψουν. Καὶ πολὺ πρωί, τὴ μία τῆς ἑβδομάδος, ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖο ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους: «ποιός θὰ μᾶς ἀποκυλήσει τὸ λίθο ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου»; Καὶ ἀναβλέψασες παρατηροῦν ὅτι ἔχει ἀποκυληστεῖ ὁ λίθος — ἐπειδὴ ἦταν μεγάλος σφόδρα.      Καὶ εἰσελθοῦσες στὸ μνημεῖο εἶδαν νέο καθήμενο στὰ δεξιὰ περιβαλλόμενο στολὴ λευκή, καὶ ἔμειναν ἔκθαμβες. Ὁ δὲ λέει σ᾿ αὐτές: «μὴν τρομάζετε· τὸν Ἰησοῦ ζητᾶτε τὸ Ναζαρηνὸ τὸν σταυρωμένο· ἐγέρθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ· ἰδοὺ ὁ τόπος ὅπου τὸν ἔθεσαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο ὅτι προϋπαντᾷ ἐσᾶς στὴ Γαλιλαία· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, καθὼς σᾶς εἶπε».      Καὶ ἐξελθοῦσες ἔφυγαν ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἐπειδὴ εἶχε πιάσει αὐτὲς τρόμος καὶ κατάπληξη· καὶ σὲ κανέναν τίποτα δὲν εἶπαν· διότι φοβοῦνταν.      [Ὅλα δὲ τὰ παραγγελμένα γιὰ τὰ περὶ τὸν Πέτρο συντόμως ἐξήγγειλαν. Μετὰ δὲ ἀπὸ τοῦτα καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἀνατολῆς καὶ μέχρι δύσεως ἐξαπέστειλε δι᾿ αὐτῶν τὸ ἱερὸ καὶ ἄφθαρτο κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Ἀμήν.]
     Ἐγερθεὶς δὲ πρωί, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, φάνηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, παρὰ τῆς ὁποίας εἶχαν ἐκβληθεῖ ἑπτὰ δαιμόνια. 10 Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε στοὺς πενθοῦντες καὶ κλαίοντες, ποὺ ἦταν μαζί του· 11 καὶ ἐκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζεῖ καὶ παρουσιάστηκε σ᾿ αὐτὴν ἀπίστησαν.      12 Μετὰ δὲ ἀπὸ τοῦτα σὲ δύο ἐξ αὐτῶν περιπατοῦντες φανερώθηκε μὲ ἄλλη μορφή, σ πορευομένους σ ἀγρό· 13 καὶ ἐκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν στοὺς λοιπούς· οὔτε σὲ ἐκείνους πίστεψαν.      14 Ὕστερα δὲ κατὰ ποὺ κάθονταν οἱ ἕνδεκα, τοὺς φανερώθηκε καὶ ὀνείδισε τὴν ἀπιστία τους καὶ σκληροκαρδία διότι στοὺς ἰδόντες αὐτὸν ἐγερθέντα δὲν πίστεψαν. 15 Καὶ τοὺς εἶπε: «πορευθέντες στὸν κόσμο ὅλο κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴν κτίση. 16 Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς θὰ σωθεῖ, ὁ δὲ ἀπιστήσας θὰ κατακριθεῖ. 17 Σημεῖα δὲ στοὺς πιστεύσαντες τοῦτα θὰ παρακολουθοῦν: στὸ ὄνομά μου δαιμόνια θὰ ἐκβάλουν, γλῶσσες θὰ μιλήσουν καινούργιες, 18 καὶ μὲ τὰ χέρια φίδια θὰ πιάνουν καὶ ἂν κάτι θανάσιμο πιοῦν δὲν θὰ τοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀρρώστους χέρια θὰ ἐπιθέσουν καὶ καλῶς θὰ ἔχουν».      19 Ὁ μὲν λοιπὸν Κύριος Ἰησοῦς μετὰ ποὺ μίλησε μ᾿ αὐτοὺς ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 20 Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες κήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸ λόγο ἐπιβεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων.